Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Άγγελος Παπαδημητρίου - Requiem για εχθρούς και φίλους

 Σημείωση: το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο κατάλογο της έκθεσης "Ιστορία - Ειρωνεία", Μουσείο Βορρέ, 2014-15.


«Στην Ελλάδα σήμερα οι μόνοι ευτυχισμένοι είναι οι πολιτικοί και οι διαφημίσεις»
Μ. Σ.

Αν η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο, τότε το γέλιο, η σάτιρα, το «άσχημο» ως αισθητική κατηγορία, ίσως μπορούν να κάνουν τον κόσμο πιο ευαίσθητο. Πιο καλό. Και με τις δύο σημασίες. Είναι τότε που η παρωδία συμπληρώνει την ιστορία και η ειρωνεία λειτουργεί καθαρτήρια. Τελικά η ομορφιά δεν θα σώσει τον κόσμο, αν δεν την συνεπικουρήσει και η παιδαγωγία του ά-σχημου.

Γνωρίζω τον Άγγελο Παπαδημητρίου κοντά 30 χρόνια και κάθε φορά καταφέρνει να με ξαφνιάζει δημιουργικά, να μου ανατρέπει βεβαιότητες: «Τι είναι τέχνη;», «πόσο σοβαρό είναι το αστείο;», «πόση μελαγχολία κρύβουν τα γελοία πράγματα, οι γελοίοι άνθρωποι;» «Τι θα ήταν η ιστορία χωρίς το μύθο που τη ζωοποιεί; Πόσα ψέματα πρέπει να ειπωθούν για να προσεγγισθεί η αλήθεια;», κλπ. 

 

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου με την πολυεπίπεδη, ανατρεπτική, απροσδόκητη τέχνη του – εικαστικά, θέατρο, μουσική, performance, κ.α. – εκφράζει καταλυτικά το διάχυτο κλίμα της παρακμής που, επί δεκαετίες, πολιορκεί αποχαυνωτικά τον τόπο. Το έργο του, επειδή είναι προδήλως αστείο, είναι και βαθύτατα μελαγχολικό. Είναι το γέλιο – γκριμάτσα ενός εξαιρετικά ευφυούς παλιάτσου. Το διακρίνει δηλαδή η μελαγχολία που τηρουμένων των αναλογιών, εντοπίζεται στις εύθυμες όπερες του Μότσαρτ, ή τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, συνοδευόμενο από τον ανάλογο λυρισμό. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, από την πρώιμη δημιουργία του ως σήμερα, φιλοτεχνεί ένα και μόνο έργο. Ή καλύτερα φιλοτεχνεί επαναληπτικά τα σπαράγματα του περικαλλούς, του εκθαμβωτικού, του εκπάγλου λάμψης Μνημείου της Décadence μιας ολόκληρης χώρας, της χώρας μας. Της χώρας που βιάστηκε να ονειρευτεί χιλιάδες ατομικούς παραδείσους για να χτίσει στο τέλος μια συλλογική κόλαση.

Ο ίδιος πηγαίνει σταθερά κόντρα στο ρεύμα, στο mainstream και σταθερά κερδίζει. Χλευάζει ακαδημαϊσμούς, (δηλαδή μιθριδατισμούς), μοντερνισμούς (δηλαδή μιθριδατισμούς), και ποικίλους ιδρυματισμούς (δηλαδή … ξέρετε) καταθέτοντας ένα έργο - ερωτικό σχόλιο σε εκείνο το kitsch που όλοι έχουμε υπάρξει, ως σαρξ εκ της σαρκός του. Αυτά σαρκάζει ο Άγγελος Παπαδημητρίου, γι’ αυτό και η δημιουργία είναι τόσο καίρια και τόσο ακέραια. Επειδή διαθέτει και σάρκα και οστά και … παραδόξως ψυχή.


Πρόκειται για ένα έργο που σνομπάρει μ’ άλλα λόγια, τη σοβαροφάνεια, την πόζα, τον δηθενισμό, την αγραμματοσύνη, την κουφότητα, την έλλειψη μνήμης, την απώλεια – τελικά – του λαϊκού στο όνομα μιας ψευδώνυμης μοντερνικότητας και το ξεπούλημα της παράδοσης με τα τιμαλφή της οποίας στηρίξαμε τον εθνικό μας μύθο. Τη μυθιστορία του τόπου. Συνοδοιπόροι του ο Κόντογλου, ο Λαπαθιώτης, ο Μποστ, ο Ακριθάκης, ο Ευγένιος Σπαθάρης, ο Γαίτης, ο Τσιφόρος – ιδιαίτερα με τη «Μυθολογία» του – ο Αρκάς ενώ ο ίδιος συστοιχίζεται με εκείνους τους αντισυμβατικούς δημιουργούς που ξεβολεύουν εμάς τους θεωρητικούς ως προς τις εύκολες ταξινομήσεις. Ο Άγγελος σέβεται καλλιτέχνες όπως ο «διπρόσωπος» Κώστας Γιαννίδης, ο «στενόχωρος» Βλάσης Κανιάρης, η διφυής Ελένη Βακαλό - και ποιήτρια και κριτικός τέχνης - ο σαρκοβόρος Παύλος Μάτεσις, ο Γιάννης Ξανθούλης, ο Νίκος Καραθάνος, ο Νίκος Χαραλαμπίδης. Αντιπαθεί τους «προοδευτικούς» κρατικοδίαιτους καθ’ έξιν και τους επαγγελματίες της αριστεράς κατά δήλωσιν. Έτσι, στα χέρια του η σάτιρα αποκτάει και λογιοσύνη και … πικρία. Όντας μανιακός με την τελειότητα και άρα δεξιοτέχνης υιοθετεί ένα προσποιητό, λαϊκό ύφος όπως ο Τσαρούχης ή ο Miro ενώ ισχύει και για αυτόν ότι έγραψε ο Τζούλιαν Μπελ για το Γερμανό ζωγράφο του όψιμου ρομαντισμού Adolf Menzel: «Στεκόταν μόνος του ως μονομελής ομάδα ελέγχου της νεοτερικότητας (sic)». 1


Ομοίως ως μονομελής ομάδα παρέμβασης, ο Άγγελος Παπαδημητρίου καταγράφει και ελέγχει με τα δικά του μέσα τις ευκολίες και τους λαϊκισμούς της μεταπολίτευσης, τη γελοιότητα του να είναι κανείς και με την εξουσία και με την avant-garde, την υποκρισία δηλαδή μιας ολόκληρης κοινωνίας που άλλα έλεγε, άλλα πίστευε και άλλα έπραττε. Γιατί αυτό κατ’ ουσίαν κάνει το kitsch: αναλύει την οντολογία του ψεύδους και στόχος του είναι πάντα ο κλαυσίγελος.

Είπαμε, η τέχνη, στο βάθος, είναι εκδοχή της θλίψης. Άρα στην παρούσα διάζευξη ιστορίας – ειρωνείας ήταν για μένα κλειδί η συμβολή του Παπαδημητρίου. Από τη μια η αποκατάσταση των αδικιών ως προς τα πρόσωπα και τα γεγονότα της σύγχρονης τέχνης μας και απ’ την άλλη η παρώδηση των χαλκευμένων μεγεθών και των υπερ-εκτιμημένων προσωπικοτήτων. Σκεφτείτε: Αν ο Beuys εδικαιούτο να γράφει στα 1964 ότι «Η σιωπή του Duchamp είναι υπερ-εκτιμημένη», 2 πόσο δικαιούμαστε εμείς σήμερα να ξαναθέσουμε το ζήτημα αμφισβητώντας τα όσα μια βολική ιστοριογραφία μας παρέδωσε.

Έτσι, ο Άγγελος στήνει ένα μουσείο μέσα στο μουσείο υπό τον γενικό όσο και αμφίσημο τίτλο «Οι συγχωρεμένοι». Θυμάμαι αυτή τη στιγμή, τον Πιερίδη να συλλυπείται το 1984 χήρα διάσημου όσο και ακόρεστου για εμπορική επιτυχία ζωγράφου με την δίκοπη φράση «ο Θεός να τον συγχωρέσει!». Υπ’ αυτήν την έννοια όλοι, ίσως έχουμε την ανάγκη μια συγχώρησης, ένα δούναι και λαβείν το οποίο ο Παπαδημητρίου πραγματοποιεί μέσα από ένα πουργκατόριο γέλιου. Ο ίδιος μετατρέπει την είσοδο της νέας πτέρυγας του Μουσείου Βορρέ σε Paradiso, μια προσομοίωση του Παραδείσου με σκυλάδικο ως εμβληματικού συμβόλου της νεοελληνικής κουλτούρας, και το εσωτερικό του σ’ ένα Inferno όπου ψάχνει τους damnati σαν τον Δάντη. Φιγούρες και φιγουρίνια, γνωστά και φανταστικά πρόσωπα – μάσκες, δάσκαλοι που μας φώτισαν αλλά και περσόνες μιας πρόσκαιρης διασημότητας συνυπήρχαν μαζί με τους υπερ-ήρωες του νυκτερινού κέντρου Paradiso, το οποίο απ’ την εθνική οδό μεταφέρθηκε (μετρήστε μεταφορές και μετωνυμίες) στους κήπους της Παιανίας. Ας θυμηθούμε εδώ πως σ’ έναν ανάλογο παράδεισο, το εξοχικό κέντρο «Ουράνιος Κήπος» έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης την ύστατη επιστολή του λίγο πριν αυτοπυροβοληθεί. Συμβάντα και άνθρωποι που δεν συνδέονται εκ πρώτης όψεως αλλά συγκλίνουν στο βάθος της ιστορίας, αποτελούν, ούτως ή άλλως, το υλικό του Παπαδημητρίου. Σε τρόπον ώστε η ειρωνεία να αποτελεί την εκδίκηση της ιστορίας απέναντι σε όσους δρουν και κομπάζουν ερήμην της. Κι αν κάτι χαρακτηρίζει συνολικά τη μεταπολίτευση, είναι το γεγονός πως άρχοντες και αρχόμενοι, πνευματικοί ηγέτες και ευρύ κοινό λειτούργησαν συχνά χωρίς συνείδηση ιστορίας. Ακόμη καλύτερα χωρίς τρόμο ιστορίας. Και ειρωνεία είναι, τελικά, το γέλιο της ιστορίας προς όσους την αγνόησαν.


Όσο όμως κι αν είναι αυστηρή η ματιά του δημιουργού προς τους «συγχωρεμένους», είναι άλλο τόσο και αγαπητική. Κυρίως επειδή έχει επίγνωση της ανθρώπινης συνθήκης, της ιδιοτέλειας αλλά και της έφεσης για περισσότερο ουρανό. Σε μια εποχή δεσποτείας της αγοράς όπου το ίδιο το έργο τέχνης υφίσταται απλώς ως διαφήμιση της τιμής του, ο Άγγελος Παπαδημητρίου επιμένει περισσότερο σε συγκεκριμένες «δράσεις» ποιητικοαναρχικής υφής όπως η παρούσα, παρά σε «μυθώδη έργα» που αντιστοιχούν σε μυθώδη ποσά. Ο ίδιος γνωρίζει πως το να φτιάξεις βολικούς κυρίως για τη φιλαυτία σου, μύθους απαιτεί ασφαλώς ικανότητες, για να γράψεις όμως ιστορία, χρειάζεται απαραιτήτως ταλέντο. Το «γνωρίζω επειδή κατέχω», σημαίνει πως η τέχνη εκπίπτει απλώς σε ιδιοκτησία. Επίσης το έργου του Άγγελου Παπαδημητρίου επειδή ακροβατεί ανάμεσα στο δισδιάστατο και το ανάγλυφο αλλά και ανάμεσα στην θεατρική υπερβολή και την αφήγηση – μυθοπλασία, αποτελεί ένα οξύ σχόλιο εμπρός στη θεοποίηση του καμβά που επέβαλαν στον τόπο μας η άγνοια αφενός και το εμπόριο αφετέρου. Απ’ την άλλη, είναι ηλίθιο να αντιμετωπίζεις όλους τους ζωγράφους το ίδιο. Ας πούμε ο De Chirico ή ο Magritte είναι τόσο σκεπτόμενοι, όσο ελάχιστοι σύγχρονοί τους διανοητές και τόσο λυρικοί, όσο ελάχιστοι ποιητές. 3

Κατά βάθος οι «συγχωρεμένοι», επιζητούν τη δικαιοσύνη και χαρτογραφούν μιαν Diem Irae για εκείνους των οποίων η σταδιοδρομία στηρίχθηκε στην καταβαράθρωση κάποιου άλλου ή στην προσκόλληση σε αυτάδελφη μετριότητα. Η οποία με τη σειρά της προωθήθηκε από άλλες μετριότητες. Για να είμαι ακριβοδίκαιος όμως, ο χώρος της τέχνης είναι από τους πλέον αξιοκρατικούς. Αλλού είναι το πρόβλημα… Κι όπως κι αν το πούμε, η τέχνη παραμένει η ελπίδα, μετά τη διάλυση του κόσμου (avant-garde), να διεκδικηθεί και η χαμένη ενότητα του κόσμου αυτού. Και να καταστεί ο κόσμος από κοινωνία του θεάματος σε κοινωνία των συνειδητοποιημένων θεατών. Θα είναι τότε που η Ειρωνεία θα έχει εκβάλει ανακουφισμένη στον βαθύ ωκεανό της Ιστορίας και που το Requiem για τους νεκρούς και τους συγχωρεμένους θα αναφέρεται περισσότερο στους ζώντες και την πιθανότητα συγχώρεσής τους …


Αθήνα, Οκτώβριος 2014 Μάνος Στεφανίδης

ΥΓ1 «Το μέλλον μας εξαρτάται από την αμφισβήτηση του παρόντος τους» τοίχος των Εξαρχείων.

ΥΓ2 «Ο Έλληνας δημιουργός δεν δημιουργεί τόσο, όσο δέχεται ντιρεκτίβες σαν τους βαμβακοπαραγωγούς του Θεσσαλικού κάμπου που σήμερα πρέπει ν’ αλλάξουν καλλιέργεια στο πλαίσιο της ενοποιημένης αγοράς». (Ο Δ. Νόλλας από τα τέλη του ’80).

ΥΓ3 Ο Μ. Calvesi στον κατάλογο της Biennale 1984, Arte allo Specchio, Electa, Venice σελ. 180, αναφερόταν σε μια μεθοδολογία του Αστείου και την αναζήτηση του καινούργιου μέσα στις αίθουσες των μουσείων. Κάτι ανάλογο ερευνούσε και ο Άγγελος Παπαδημητρίου με τις σειρές «Αντίο Τέχνη» και «Λούβρο». Είχαν προηγηθεί οι εκθέσεις «A New Spirit in Painting» στο Λονδίνο το 1981 και Zeitgeist στο Βερολίνο το 1982, (Rosenthal – Ιωακειμίδης). Νωρίτερα στη Γαλλία είχε παρουσιαστεί η Nouvelle Figuration ως αντίδραση προς το Informal του ’60-’70 (Michel Ragon). Μην ξεχάσουμε την «ειρωνική» αναφορά στην ιστορία με την εικονοκλαστική έκθεση του 1964 «Vivre et laisser mourir, ou la fin tragique de Marcel Duchamp», όπου νέοι καλλιτέχνες σάρκαζαν το Μύθο της avant garde. Πίσω απ’ όλα αυτά ήταν ο Jean Clair, επιμελητής του Musée National dArt Moderne και η Nouvelle Subjectivité του, συνομιλήτρια με την Neue Sachlichkeit του 1920. Έγραφε σχετικά ο Paul Groot: «LAlchimie et la redécouverte de la figure humaine dans lart récent», Flash Art, γαλλ. εκδ. Νο. 11 Καλοκαίρι 1986, σελ. 42-3.

ΥΓ 4 Το εικαστικό έργο εγγενώς φέρει την εξής οντολογική αντίφαση: Αφενός συνιστά ένα αντικείμενο εξ ορισμού πολύτιμο που μεταφράζεται άμεσα σε οικονομική αξία δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος υπερνομίσματος πιο ακλόνητου κι απ’ τη λίρα Αγγλίας, και αφετέρου είναι ο φορέας μιας ιδέας συντηρητικής, υπερβατικής ή και επαναστατικής . Μιας ιδέας που, επίσης οντολογικά, δεν μπορεί να σχετίζεται με οιονδήποτε ακαδημαϊσμό.

Μ’ άλλα λόγια, το εικαστικό έργο, πίνακας, γλυπτό, κατασκευή, εγκατάσταση (installation) κλπ., έχει τα δύο πρόσωπο του Ιανού όπως ωραία περιέγραψαν οι μεγάλοι ιδεαλιστές φιλόσοφοι και κυρίως ο Hegel και ο Heidegger. Έχει μια υλική και μιαν άϋλη υπόσταση. Όσο ωραία και να περιγράψει κανείς αυτή την διφυία, το αποτέλεσμα είναι σχιζοφρενικό. Το υλικό μέρος απευθύνεται στους μεγαλοαστούς και τη τσέπη τους, στους χρηματιστηριακούς μηχανισμούς, στις τράπεζες, τα κονσόρτσια, τα τραστ, τις πολυεθνικές, τους εφοπλιστικούς οίκους, τις μεγάλες συλλογές και τα μεγάλα μουσεία και βέβαια τις μεγάλες οικογένειας που τα σκέπουν.

Εκεί, ανάμεσα στα εκατομμύρια και τους μεγαλοτραπεζίτες, γλίστρησε και χάθηκε ο καλλιτέχνης και η μοναδικότητά του, αυτή η ρομαντική ιδιότητα που μας κληροδότησε ο 19ος αιώνας. Οι ιδέες που, επίσης, υπηρετεί το έργο τέχνης, η επαναστατική του «αύρα» που μυκτηρίζει τα μικροαστικά ιδεώδη, και πυρπολεί ποιητικά την καθημερινότητα, αυτές υπάρχουν και ανθίστανται. Ακόμη!

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Τζούλιαν Μπελ, Ο Καθρέπτης του Κόσμου, Μεταίχμιο, 2009, σελ. 326.
  2. Das Schweigen von Marcel Duchamp wird überbewertet (πίνακας – αφίσα).
  3. Adam Lindemann, Collectionner L’Art Contemporain, εκδ. Taschen, 2013 (ο Δ. Ιωάννου παρουσιάζεται στις σελ. 174-179 με τον υπερεκτιμημένο Koons να κυριαρχεί).

1 σχόλιο: