Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΩΔΙΑ

Με αφορμή το βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή: Η Αθανασία των Σκύλων, Πόλις, 2013.


 
Α

Η εικόνα δεν εκπονείται.
Είναι η εικασία του εαυτού της, μια σπουδή του κενού.
Κ. Μαυρουδής, σ. 115


Δεν μ’ ενδιαφέρει η λογοτεχνική κριτική επειδή δεν πιστεύω ούτε στην αυθεντία ούτε στη διεκπεραίωση. Πολλώ μάλλον στην εμπλοκή σε κάποια νιτερέσα μιας συντεχνίας. Στον «αλληλέγγυο» λόγο, μ’ άλλα λόγια, όπως το εσνάφι, σχεδόν θεσμικά, επιβάλλει. Αντίθετα, πιστεύω στη ρήξη και τη σύγκρουση, σ’ εκείνον τον αντίλογο που τόσο δραματικά ελλείπει από το χώρο ακόμη και σ’ αυτές τις μέρες της λεγόμενης κρίσης. (Σημείωση: Κανένα αληθινό, πνευματικό γεγονός δεν εκκολάπτεται εκτός κρίσης. Οι δημιουργοί θα έπρεπε να ευγνωμονούν την κρίση γιατί τους φέρνει ενώπιον των ευθυνών τους και γιατί τους ταρακουνάει από τον πεισιθάνατα μακάριο ναρκισσισμό τους.)
Ανάλογα, φοβάμαι εκείνους τους πίνακες ζωγραφικής που παρότι φτιάχνονται σήμερα, δεν προβληματίζονται διόλου για την πορεία του είδους, το λόγο ύπαρξής του τώρα και αύριο. Το ίδιο ισχύει και με τα κείμενα. Με τρομάζουν τα –τόσα– βιβλία που γράφονται λες και η γραφή επινοήθηκε μόλις χτες. Λες και αυτά είναι τα πρώτα κείμενα που αξίζει να διαβαστούν. Τόσος στρουθοκαμηλικός επαρχιωτισμός δεν είναι αθωότητα, δεν είναι καν χυδαιότητα, είναι η τέχνη της απόλυτης επιφάνειας, ένας καθρέφτης που καθρεφτίζει έναν άλλον, όμοιο καθρέφτη, το απόλυτο σύμβολο του μεταμοντέρνου. (Πείτε το και θάνατο της Ιστορίας, την ίδια στιγμή που επίσης εκμετρούν το ζην και ΟΛΕΣ οι επιμέρους, οι προσωπικές ιστορίες. Κόλαση.)
Απ’ την άλλη, σε τι μας χρησιμεύει ακόμη και η καλή, η ασυμβίβαστη λογοτεχνία, σε τι ωφελούν τα κείμενα όταν σε στοιχειώνουν τα φαντάσματα των παιδιών που πνίγηκαν στο Φαρμακονήσι χωρίς να έχει παρέμβει εδώ η Φραγκογιαννού, ή εκείνου του κοριτσιού που πέθανε από το αναμμένο μαγκάλι στη Θεσσαλονίκη; Αν απαντήσουμε σε αυτά τα «γιατί», νομιμοποιούμαστε να απαντήσουμε και σ’ όλα τ’ άλλα, τα αισθητικά, τα λογοτεχνικά, τα ιδεολογικά.
Μ’ όλα αυτά θέλω να πω ότι δεν είναι δυνατόν να διαβάσεις τα τελευταία κείμενα του Κώστα Μαυρουδή εν κενώ, in vitro, ξέχωρα απ’ όλες τις άλλες εντυπώσεις που σε βομβαρδίζουν, τραυματίζοντάς σε ενίοτε (το κακό με τις εντυπώσεις είναι πως κανείς δεν πέθανε ποτέ απ’ αυτές). Κι αυτό το ισχυρίζομαι επειδή τα κείμενα αυτά δεν είναι ούτε διεκπεραιωτικά ούτε συμβατικά ούτε διακοσμούν χαριτωμένα τη συγκυρία ή το κυρίαρχο γούστο. Έρχονται από μακριά, φέρουν το βάσανο του χρόνου και σε πονούν υπόκωφα, σαν να πάτησες αιφνίδια θρύμματα γυαλιού ή να σφίγγεις το μαχαίρι φορώντας λευκά γάντια. Θα έλεγα επιπλέον πως είναι στιγμές που τα κείμενα αυτά επωμίζονται κατάσαρκα τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, πολύτιμα πράγματα κι αυτά χωρίς πάντως ιδιαίτερη αξία, σ’ έναν κόσμο που μπερδεύει συστηματικά το εξαιρετικό με το αγοραίο, την τιμή με το χρήμα.
Άλλοτε κυρίαρχο γνώρισμα της γραφής του Μαυρουδή ήταν η κομψότητα, η καλλιέπεια. Η αγωνία να χωρέσει ο στοχασμός στο στιλ. Να μην περισσεύει τίποτε. Τώρα η αγωνία του συγγραφέα είναι να συναιρέσει πλήρως την ποίηση στην πρόζα (και αντιστρόφως), να εξομοιώσει έως εξαφανίσει το μεγάλο στο μικρό, να διαβουκολήσει τα «είδη» υπέρ του ενός και αδιαιρέτου λογοτεχνήματος σε τρόπον ώστε το ελάχιστο να υπερκεράσει το πολύ. Στέκομαι και χαζεύω –πόσην ώρα;– σε  μιαν ανοιγμένη σελίδα, σε μια παράγραφο. Και είναι σαν να ’χω διαβάσει 100 σελίδες. Τώρα πια το κείμενο γίνεται σκάφος που το κατέλαβα σαν πειρατής –χωρίς καλά καλά να το καταλάβω– και μ’ αυτό ανοίγομαι σε δικές μου, πλέον θάλασσες.
Ο Coleridge λέει για τον Σαίξπηρ: «Τον νιώθεις πως είναι ποιητής από τον τρόπο που σε κάνει κι εσένα ποιητικό, ένα ον που δρα και δημιουργεί...» Κι ο Wallace Stevens υπογραμμίζει πως χάρη στη μεταφορά –δηλαδή την «υπαλλαγή» της καθημερινότητας, την απαλλαγή από ό,τι την υπερβαίνει– δραπετεύουμε από το κλισέ «πραγματικότητα». Κι ο Λειβαδίτης μίλησε για το ζωγραφισμένο παράθυρο στον τοίχο του κελιού.
Στην εποχή της απελπισίας και της βαρβαρότητας, η τέχνη δεν μπορεί να μας σώσει. Μπορεί όμως να δώσει στην απελπισία μας περιεχόμενο. Οι ιστορίες των σκύλων που αποθησαυρίζει με μπορχεσιανό τρόπο ο Μαυρουδής συνοψίζουν τα βασικά επιτεύγματα του αφηγείσθαι τα τελευταία διακόσια χρόνια στην δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία και στα καθ’ ημάς. Χωρίς οίηση και κομπασμό. Σαν να μαδάει μια μαργαρίτα, αποφλοιώνει το κείμενο, το μύθο από τα περιττά λίπη, τα μαλάματα, και ακραγγίζει το τελικό φύλλο: «Μ’ αγαπάει;» Ευτυχώς που δεν δίνει την απάντηση ο συγγραφέας. Γιατί τότε οι ιστορίες του θα αυτοαναιρούνταν μέσα από διατεταγμένα happy end και μπεστσελερίστικες ανατροπές. Τότε ο στοχασμός θα καταντούσε ευφυολόγημα και ο σπαραγμός του ζώου που σβήνει αργά, μαρτυρικά, έχοντας δηλητηριαστεί από ανησυχούντες νοικοκυραίους, θρίλερ. Τα σκυλιά του Μαυρουδή δεν αλυχτούν σαν τα σκυλιά του Φώκνερ, δεν μετρούν τους πόλους σαν εκείνα του Λόντον, δεν έχουν σχέση με τον Μπάσκερβιλ και τον Κόναν Ντόιλ. Συγγενεύουν με τα ζωγραφισμένα σκυλιά του Veronese και του Hockney, του Freud και του Richter. Πάνω απ’ όλα συγγενεύουν με τα δαρμένα σκυλιά του Ροΐδη και τις μοιρολογίστρες φώκιες του Παπαδιαμάντη. Προσωποποιούνται, δηλαδή, σ’ αυτά όσα πλάσματα πονούν για τις τύχες και τα πάθια του κόσμου...




Β

Το καλό με τη συντροφιά ενός σκύλου είναι ότι έχεις τη δυνατότητα να τον κάνεις ευτυχισμένο· ζητάει πράγματα τόσο απλά, το εγώ του είναι τόσο περιορισμένο.
«Η δυνατότητα ενός νησιού», Μισέλ Ουελεμπέκ

Μέσα απ’ τα σκυλιά του ο Μαυρουδής αυτοπροσωπογραφείται συναιρώντας και το πορτρέτο του τόπου του τελευταίου μισού αιώνα περίπου. Τα 70 κείμενα –το υπ’ αριθμόν 9 χωρίζεται σε Α και Β– υπερβαίνουν την ηθογραφία, απιστούν στο δοκίμιο, ξεφεύγουν από το χρονικό ή την ημερολογιακή σημείωση και αυτονομούνται σαν μικρές μονόπρακτες όπερες ή δράματα δωματίου που μπορεί να συμβαίνουν σε πλατείες, αλσύλλια, εδώ ή αλλού. Σε ταξίδια ή στην ειρκτή του γενέθλιου τόπου, το αδιέξοδο του τόπου διαμονής. Στον τόπο-τάφο, εντέλει. Η αδιόρατη μουσική που ακούγεται –σπάνια τα κρεσέντα– συνοδεύει τις λέξεις παρηγορητικά και αποθεώνεται στην ιστορία του άσημου σκύλου της διάσημης ρεκλάμας για την His Master Voice. Μόνο που κι εδώ –όπως και σ’ όλα τα υπόλοιπα αφηγήματα, άλλωστε– ο συμβολισμός δεσπόζει και ανατρέπει τη γραμμική, μονοσήμαντη ανάγνωση. Τι κρύβεται από πίσω; Μα ό,τι ελλοχεύει σε κάθε τέχνη: το αόρατο που γίνεται προς στιγμήν ορατό. Το ανείπωτο που ασθματικά τείνει να μορφοποιηθεί σε λόγο και έπειτα το μετανιώνει. Εκεί, στις ρωγμές, στα χάσματα, κρύβεται η ποίηση του Μαυρουδή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να υπερβαίνει μερικές φορές και την επίσημη ποίησή του. Φέρ’ ειπείν στο γνωστό πίνακα του Peter von Hess, που εξεικονίζει την άφιξη του νεαρού Όθωνα στο Μεσολόγγι, ο συγγραφέας σχολιάζει την παρουσία ενός σκύλου στο πρώτο επίπεδο. Τι γυρεύει το Γκρέιχαουντ εκεί; Γιατί πάντα στις διαδηλώσεις, στις πορείες, στα μεγάλα γεγονότα των ανθρώπων παρελαύνουν επίσημοι και ανεπιτήδευτοι οι σκύλοι; Πόσο αληθινό το σκυλί των αδελφών Λυμιέρ και πόσο εκείνο του Μπουνιουέλ στη «Βιριδιάνα»; Κι έπειτα εκείνη η περίφημη πίστη των σκύλων (Canis Fidelis) δεν είναι μια απευθείας προσβολή στην απιστία –και την απληστία– των ανθρώπων; Μήπως εντέλει στους σκύλους κρύβεται η τελευταία ευκαιρία για τον εξανθρωπισμό μας;
Γράφει ο Μαυρουδής: «Η μνήμη των σκύλων που τριγυρίζουν με σιωπηλή σοβαρότητα τις πόλεις έχει κληρονομηθεί κατά το ήμισυ από τους παλιούς προγόνους τους» (σ. 38). Υφίσταται όμως βαθιά μνήμη στα ζώα που ν’ αναπαριστά κάτι; Στους σκύλους του συγκεκριμένου βιβλίου ναι, όπως εξάλλου και στα ψάρια του Iggy Pop, όπου the fish knows. Αλίμονο αν δεν γινόταν μνήμη το τραύμα –η κλωτσιά του άξεστου, ας πούμε– κι αν δεν αποθησαυριζόταν το παλιό γεγονός. Τότε θα κατέρρεε εξευτελισμένος και ο, όποιος, πολιτισμός των ανθρώπων εμπρός στον ήρεμο και ταπεινό πολιτισμό των σκύλων. Και άλλα ερωτήματα από τον συγγραφέα:
Τι σημαίνει αυτό που πέρασε;
Γιατί κρύβονται, σαν παιδιά που παίζουν, τα παλιά γεγονότα;

Γιατί η τέχνη να μην είναι επανάσταση, θα συμπλήρωνα, και να μην μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο; Μ’ άλλα λόγια, η τέχνη ιστορία ή παρωδία;

Μάνος Στεφανίδης




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου