Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Η Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α.Τάσσος» θα παρουσιάσει τα εικαστικά έργα του Βασίλη Φωτόπουλου

Εγκαίνια τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου και ώρα 19.30.
Είναι για το Δήμο μας μεγάλη και ιδιαίτερη τιμή να παρουσιάσουμε αναδρομική έκθεση αφιερωμένη σε έναν πολύ σημαντικό συμπατριώτη μας, έναν καλλιτέχνη με διεθνή απήχηση και έναν άνθρωπο που αγάπησε και τίμησε τον τόπο του, τον Βασίλη Φωτόπουλο. (Δήμαρχος Καλαμάτας Παναγιώτης Νίκας).
 
Το εικαστικό του έργο, ουσιαστικά παρουσιάζεται για πρώτη φορά εδώ στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η πραγματοποίηση της έκθεσης αυτής του Βασίλη Φωτόπουλου, είναι μια επιθυμία πολλών φιλότεχνων και μια ευκαιρία οι σχέσεις κοινού, καλλιτεχνών και θεωρητικών να ζωντανεύσουν. Στην Πινακοθήκη μας θα παρουσιαστεί μια ενότητα 40 άγνωστων εικαστικών έργων του, σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης, κ. Μάνου Στεφανίδη. Παράλληλα θα εκδοθεί και ένας ιδιαίτερα σημαντικός κατάλογος. (Παναγιώτης Λαμπρινίδης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Πινακοθήκης )




Βιογραφικό
O Βασίλης Φωτόπουλος γεννήθηκε το 1934 στην Καλαμάτα. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική είχε αρχίσει με μαθητεία στον Καλαματιανό ζωγράφο Ευάγγελο Δράκο ενώ ως έφηβος είχε μυηθεί στη βυζαντινή αγιογραφία. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ώριμη φάση της ζωής του, η τέχνη αυτή παρέμενε όχι μόνο πηγή έμπνευσης αλλά και συναισθηματικής γαλήνης.
Η πρώτη του επαφή με το θέατρο ήταν με τον θίασο του «Ακροπόλ» και στο θέατρο «Μπουρνέλλη». Το 1958, ο Κωστής Μπαστιάς, τότε διευθυντής της Λυρικής, του αναθέτει τη σκηνογραφία και τον σχεδιασμό των κοστουμιών για την όπερα του Τζ. Μπ. Περγκολέζι «Η υπηρέτρια κυρά». Ήταν η απαρχή της συνεργασίας του με την ΕΛΣ ως σκηνογράφου και ενδυματολόγου. Δεν αρκέστηκε όμως στο σταθερό αυτό πόστο αλλά άρχισε να ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να δει από κοντά τις εξελίξεις στα εικαστικά και το θέατρο.
Κατά την επάνοδό του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τους Μ. Θεοδωράκη, Μ. Κακογιάννη και Μποστ για την «Όμορφη πόλη». Ακολουθεί το άνοιγμα στο εξωτερικό. Κάνει και τα 75 σκηνικά για την ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα» μαζί με τον Αμερικανό Τζιν Κάλαχαν. Όμως ο σκηνοθέτης παρέλειψε το όνομα του Φωτόπουλου στους τίτλους. Όταν ο τελευταίος παραπονέθηκε στον Καζάν, εισέπραξε την απάντηση: «Μα ποιος θα πίστευε ότι αυτά τα σκηνικά είχαν γίνει από ένα Ελληνόπουλο...». Έτσι το Όσκαρ με το οποίο βραβεύτηκε η ταινία για τη σκηνογραφία της πήγε στον Κάλαχαν. Τελικά η δικαίωση και διεθνής καταξίωση ήρθε με τον «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Φωτόπουλος, στα 30 του μόλις χρόνια, κέρδισε το χρυσό αγαλματάκι για τη σκηνογραφική του δουλειά.
Από το 1964 έως και τη χούντα, μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής ενώ από το 1967 έως τη μεταπολίτευση έμεινε στις ΗΠΑ με μεγάλες συνεργασίες. Ήρθε στην Ελλάδα μόνο το 1973 για να σκηνοθετήσει την ταινία «Ορέστης». Στη μεταπολίτευση συνεργάστηκε κατ’ αρχάς με τον Ζυλ Ντασσέν, τη Μελίνα Μερκούρη και τον Νίκο Κούρκουλο αλλά και με όλους τους καλλιτεχνικούς φορείς, θεατρικούς και μη, αφήνοντας τη αισθητική του σφραγίδα σε μεγάλες παραστάσεις.

Από το 1980 αφιερώνεται στον χρωστήρα. Ατομικές εκθέσεις του Βασίλη Φωτόπουλου έχουν γίνει στο Μουσείο Βορρέ (1991), στην γκαλερί «Νέες Μορφές» (1996), στην γκαλερί «Ζουμπουλάκη» (1999). Μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του ιδίου και του αδελφού του είχε κάνει το 1997 ο «Μύλος» της Θεσσαλονίκης. Έργα του υπάρχουν σε διάφορα μουσεία και σε αρκετές ιδιωτικές συλλογές”.
 

Η ζωγραφική του
Ένας εύκολος χαρακτηρισμός γι αυτήν θα ήταν «εξπρεσιονισμός» ή «μαγικός ρεαλισμός». Όμως το πρόβλημα ερμηνείας αρχίζει ουσιαστικά μετά από την ταξιθέτησή της. Πιο συγκεκριμένα ο Βασίλης Φωτόπουλος, ζωγραφίζοντας, πασχίζει κυρίως να χωρέσει τις μοναχικές φιγούρες του σ’ ένα χώρο ασφυκτικό, απροσδιόριστο. Η δυσφορία του υποκειμένου σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο και προβληματικό.
Όμως το ανθρώπινο σώμα, συχνά παραμορφωμένο ή δύσπλαστο ενέχει εκείνη τη μυστική δύναμη που το δικαιώνει. Ένα μαύρο φως που το κάνει να λάμπει ακόμα και στο έρεβος και που αποκαλύπτει το μυστικό του κάλλος.
Ο Φωτόπουλος παραμένει σ’ όλο του το έργο ένας δημιουργός δισυπόστατος: από τη μια η γνώση του σήμερα, η επαφή του με τις μορφές του μοντερνισμού, η ενστικτώδης αποστροφή του προς οποιαδήποτε ακαδημαϊκή ή διακοσμητική ευκολία. Κι από την άλλη η ακατασίγαστη αναζήτηση να βυθιστεί στο παρελθόν, να επιστρέψει στη μήτρα της παράδοσης εκεί που αισθανόταν ασφαλής κι ολοκληρωμένος, περισσότερο τεχνίτης ταπεινός παρά καλλιτέχνης οιηματίας. Η θεματολογία του, βέβαια, υπήρξε τόσο σύγχρονη όσο και διαχρονική. Το σώμα, η μαρτυρία και το μαρτύριο του, η νεανικότητα και η αναπόφευκτη φθορά της, ο έρως – θάνατος και ο θάνατος ως συνέχεια ζωής.
Ο Βασίλης Φωτόπουλος υπήρξε ένας πρίγκιπας για τη γενιά του. Μπορούσε να είναι την ίδια στιγμή ασκητικός και πολυτελής, εγκόσμιος αλλά και πέραν του κόσμου, θεόθεν αλήτης, δηλαδή πλάνης και ανέστιος όπως συγχρόνως αριστοκράτης και λάτρης της ζωής στην πιο υψηλή της σημασία. Την πιο υψηλή της εκδοχή. Άλλοτε βυζαντινός και άλλοτε σύγχρονος κοσμοπολίτης, ήξερε επίσης να βιώνει λάθα επειδή κατά βάθος διέθετε απόλυτη επίγνωση της αξίας του. Σε αυτή την επίγνωση οφείλεται και η ταπεινοφροσύνη του. Σημειώνει ο επιμελητής της εκθέσεις Μάνος Στεφανίδης


Δήμος Καλαμάτας Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Καλαμάτας «Φάρις» 
Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α. Τάσσος»

Ώρες λειτουργίας: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή 17.00-21.00, Σάββατο, Κυριακή 10.00-13.00
Διάρκεια έκθεσης :16/12/2013 έως 28/3/2014

Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α. Τάσσος», Παπάζογλου 5, Ιστορικό Κέντρο, τηλ.: 2721088991, 2721028864, 2721095611.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου