Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Ο ΛΑΚΗΣ ΣΑΝ ΤΣΕ Ή ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΝΕ




Όντας αιχμάλωτοι της ψευδούς ιδεολογίας αντιμετωπίζουμε ό, τι μας
συμβαίνει ως “φυσικό”, αντί να διερωτόμαστε πως φτάσαμε ως εδώ.
Althusser


Ζούμε σήμερα την εκκωφαντική πτώση της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου χωρίς όμως την ταυτόχρονη έκπτωση των φενακιστικών ιδεολογημάτων ή των ναρκισσισμού της. Επίσης βιώνουμε την παρακμή της μεταπρατικής, νεοπλουτίστικης τάξης που ανδρώθηκε στη μεταπολίτευση χωρίς όμως να συνακολουθείται αυτή προφανής σαπίλα με την ελάχιστη αυτοκριτική ή την πρόθεση συμμετοχής στ' αδιέξοδα προβλήματα που αντιμετωπίσει ο τόπος. (Είναι κι αυτό πάντως ένα σύμπτωμα που ερμηνεύεται από την γενικότερη έκλειψη ακραιφνούς ιδεολογίας υπέρ των βολικών, ιδεολογικών κατασκευών.) Τέλος παρατηρούμε πως όλες οι ευθύνες της εγκαταβύθισής μας μετακυλίονται αυτούσιες σ' εκείνους που φταίνε λιγότερο. Σ' εκείνες τις γενιές και εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που περιγράφονται με το απειρόκαλο παγκάλειο “Μαζί τα φάγαμε” (έγινε η χυδαία αυτή ρήση και βιβλίο προς επίρρωσιν του γεγονότος πως ποτέ το ποταπό δεν μένει ασυνόδευτο). Τι υπονοεί όμως ο ποιητής; “Εμείς σας εκμαυλίσαμε κι εσείς δεχθήκατε να εκμαυλιστείτε”. Αυτό που ΔΕΝ λέει είναι ότι το κόστος εκμαυλισμού το πληρώνουν πάντα οι εκμαυλισμένοι και ποτέ οι εκμαυλιστές.
Παράλληλους δρόμους με την “αναίσθητη” πολιτική ηγεσία ακολουθεί κι η πνευματική. Οι περισσότεροι ζουν σ' έναν άλλο τόπο εκτός χρόνου στον οποίο βασιλεύει μόνο η εγωτική τους μακαριότητα. Αλλά και η πίστη πως το πάρτι συνεχίζεται. Και πως η παρακμή δεν τους αφορά. Πράγμα που είναι απόλυτα λάθος. Επειδή δεν μπορεί να παραχθεί πνευματικό έργο χωρίς συνείδηση ιστορίας. Άρα, προς το παρόν, στην Ελλάδα, η αυθεντική πνευματική δημιουργία αργεί. Δείτε τι συνέβη στο ΕΚΕΒΙ. Παρά τις μυγιάγγιχτες ψευδοπροσβεβλημένες αντιδράσεις των εμπλεκομένων, η αλήθεια είναι μάλλον αυτονόητη. Έκαναν κι αυτοί (κατά)χρηση της μικροεξουσίας που τους παραχωρήθηκε. Όπως ο τελευταίος μικρομαγαζάτορας που δεν δίνει απόδειξη. Παρατηρήστε επίσης τη σιωπή και το άλλου αντ' άλλου της Ακαδημίας ή της πανεπιστημιακής ηγεσίας. Οι εκλεγόμενοι μπαίνουν σε αυτούς τους θεσμούς ως προσωπικότητες και μετ, ου πολύ γίνονται φαντάσματα των ονομάτων τους. Κάτι που συμβαίνει grosso modo και στις Σχολές Καλών Τεχνών. Εισέρχονται καλλιτέχνες για να για να μεταμορφωθούν τάχιστα σε ραδιούργους, δημόσιους υπαλλήλους. Η φωνή τους πλέον ακούγεται μόνο για “συνδικαλιστικά” αιτήματα. Όπως των πρυτάνεων. Ή των διευθύνσεων μουσείων που αραχνιάζουν στις θέσεις τους και που δεν τις μετακινεί ούτε το αίσθημα ντροπής για την απώλεια (π.χ. ενός Πικάσο), ούτε ο χρόνος. Στο κάτω κάτω οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι επελέγησαν μέσα από αυστηρές, κατά το μάλλον ή ήττον, διαδικασίες. Αντίθετα την διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, ή τις αντίστοιχες του ΕΜΣΤ ή του ΚΜΣΤ Θεσσαλονίκης διόρισαν ή τους ανανέωσαν τις θητείες υπουργοί τύπου Βενιζέλου, Βουλγαράκη, Λιάπη ή γενικοί γραμματείς τύπου Ζαχόπουλου. Το έλλειμμα αξιοκρατίας που ταλανίζει τον τόπο είναι χειρότερο από το έλλειμμα δημοκρατίας. Και βέβαια ή απόλυτη έλλειψη μνήμης. Το ότι η ηγεσία συνολικά ξεχνάει σε συμβολικό επίπεδο, τι φαΐ έφαγε χτες. Ή, καλύτερα θυμούνται πως μαζί τα έφαγαν αλλά ξεχνούν συστηματικά τι φάγανε.
Έτσι ελπίζει το σύστημα να διασωθεί αναπαραγόμενο εσαεί. Έστω κι αν κατ' ουσίαν τρώει τις σάρκες του. Θα 'λεγα πως η χώρα πάσχει από το σύνδρομο Λαζόπουλου. Κάτι που ο Lacan θα το περιέγραφε ως “δεν είμαι ό, τι σκέφτομαι, δεν σκέφτομαι ό, τι είμαι”. Τι είναι όμως ο Λαζόπουλος; Ένας ευφυής εφευρέτης του εαυτού του που τον πουλάει πανάκριβα σε άλλους λιγότερο ευφυείς. Αλλά περισσότερο επιρρεπείς στον κυρίαρχο λαϊκισμό. Ο Λαζόπουλος, πρώην ευνούχος, συμβολικά, στην αυλή της Μιμής κλπ., παρουσιάζεται σαν να γεννήθηκε μόλις χτες και σαν να είναι η μετενσάρκωση του Κάτωνα του Τιμητή (αν δεν τον ξέρει, δεν πειράζει, αρκεί που τον ξέρουμε εμείς). Εγώ πάντως δεν τρέφω καμία εμπιστοσύνη σ' έναν κοινό που χαρίζει 60% θεαματικότητα στον Λάκη όταν υποδύεται τον Τσε. Εκτός κι αν αυτό το κοινό διαθέτει χιούμορ που με ξεπερνάει.

 

ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ



Πως θα έπρεπε κανείς να γράφει σε μια βιομηχανική κοινωνία στην οποία η γλώσσα έχει υποβιβαστεί σε απλό όργανο της επιστήμης, του εμπορίου, της διαφήμισης, της γραφειοκρατίας; Για τί είδους κοινό θα έγραφε κανείς λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι το κοινό ήταν εμποτισμένο από μια “μαζική” πεινασμένη από κέρδος βαυκαλιστική κουλτούρα;”
Αυτά έγραφε ο Τέρι Ήγκλετον, τριάντα χρόνια πριν στην “Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας” (ελλ. έκδοση, Οδυσσέας, 1989, μτφρ. Μιχάλης Μαυρωνάς, σσ. 210-211).
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης είναι ένας άνθρωπος υψηλού γούστου που αγαπάει με πάθος τη σοβαρή μουσική και μοιράζει τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα σε κείμενα-προσομοιώσεις μαγειρικών συνταγών και σε σύντομες, ενδοσκοπικού τύπου, αφηγήσεις. Κοινό στοιχείο όλων αυτών το αίτημα μιας κομψότητας που θέλει να καταστεί ύφος. Κι ενός μινιμαλισμού που γίνεται αυταξία.
Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: Ο Γ. Ευσταθιάδης βιοπορίζεται ως διαφημιστής. Δηλαδή το πρωί αποβλακώνει, έστω και με στυλ, εκείνο το κοινό που το βράδυ θέλει ν' ανυψώσει μέσω της λογοτεχνικής του εργασίας. Υπάρχουν ανάλογα πολλοί καλλιτέχνες που πιστεύουν ότι μπορούν αδαπάνως για την αισθητική τους να υπηρετούν και τον Χριστό και το Μαμωνά. Έλα όμως που δεν είναι έτσι. Ίσως γι αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Με τη διαφήμιση να υποκρίνεται την ανάγκη, και την αγορά την πολιτική. Στο τελευταίο βιβλίο του Γ. Ευσταθιάδη, το πνεύμα της διαφήμισης καταλύει με τον αγοραίο του εξυπνακισμό τις όποιες καλές προθέσεις του συγγραφέα. Η καταστροφή αρχίζει από τον τίτλο: “Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαρ” (sic). Μοιάζει εδώ να επηρεάζεται από τον άλλο “χαριτωμένο” του Γ' προγράμματος που επέγραφε την, ελέω, Παπαδημητρίου -ξέρετε, του Αλεξανδρινού- εκπομπή του “Μάνος Σεμπάστιαν Φλόυντ”! Κι είναι κρίμα γιατί μέσα στο βιβλίο διασώζονται κάποιοι στοίχοι με πνεύμα κι όχι μόνο με εφετζίδικό οινόπνευμα. Ωχ, την έπαθα κι εγώ! Βλέπετε, η ευήθεια του δημοσιογραφικού και η ευκολία του διαφημιστικού λόγου έχει σ' όλους μας κάνει περισσότερο κακό απ' ό, τι φανταζόμαστε.

ΥΓ. Είναι σύμπτωση άραγε πως τα ανόσια αστειάκια με τον Κάντορα διαφημίζονται παντού, ακόμα και στα free press;


 Τα ανωτέρω κείμενα δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα "6 μέρες" και στην σαββατιάτικη στήλη του Μ.Σ. με τον τίτλο "Εικονομαχίες".


3 σχόλια:

  1. Πόσο περήφανος νιώθω , όταν ένας , πανεπιστημιακού
    επιπέδου δάσκαλος , έρχεται να δικαιώσει κάποιες
    σκέψεις μου , εμού του πτωχού , απλοϊκού , γραφικού
    πολίτη , με τα γραπτά του .
    Γράφω λοιπόν (δεν έχει σημασία που )
    Λάκης Λαζόπουλος : αρκετός για το κοινό που διαθέτει!!!!!!
    Τα σέβη μου
    Π.Α

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καίριος, μεστός και δριμύς, όπως πάντα! Σου προτείνω για τίτλο του επόμενου βιβλίου σου: "Η άνοδος και η πτώση της νεοελληνικής αυτοκρατορίας"! Think about it...
    Με σεβασμό,
    Θεόδωρος Κόκκινος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. εξαιρετικό...μα,εγώ το έγραψα;(πολύ θα ήθελα,πάντως κάνα-δυό άτομα,αυτά λέμε κι όταν τα λέμε,μάς αποκαλούν κομπλεξικούς!!!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή