Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΝΑΡΑ




Η φθορά των πραγμάτων και πως αντιμετωπίζεται

Άνοιξη, φθινόπωρο, καλοκαίρι, χειμώνας
o Μπαχ ανεβαίνει στους αιθέρες...
μεγάλος ιδιοκτήτης
Ν. Καρούζος


Περισσότερο από εκείνη την τέχνη που διακοσμεί τη ματαιοδοξία της ανθρώπινης ευτυχίας προτιμώ την τέχνη που ερμηνεύει τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας που θεραπεύει πονώντας και που πληγώνει σωτήρια· που μιλάει γι' αυτό το άγνωστο, σκοτεινό αγρίμι που κάποιοι λένε «ψυχή». Και είναι τότε που ανάβουν φώτα ολόφωτα, όπως προείπε ένας Σκιαθίτης. Η τρέχουσα πάλι «δημοκρατία» της τέχνης, τόσο παρεξηγημένη άλλωστε, αποτελεί τη χαρά των εμπόρων και το ναρκωτικό των ατάλαντων. Οι ιδέες του Duchamp, του Broodthaers, του Manzoni, του Beuys έχουν εκ του πονηρού παρεξηγηθεί. Το «όλα είναι τέχνη» και το «ο καθένας είναι καλλιτέχνης» ήταν συνθήματα που κυρίως ζητούσαν ν' αποσπάσουν την έκφραση από τη μέγκενη του έργου-φετίχ, από τη σαγήνη του ναρκισσευόμενου «εγώ» και από την υστερία της διαμεσολάβησης, η οποία ταυτίζει την ηδονή της τέχνης με την ιδιοκτησία. Φερ' ειπείν είναι δυνατόν να δηλώνουν φιλότεχνοι κάποιοι νεόπλουτοι συλλέκτες ή κάποιοι βαρετοί κοσμικοί των εγκαινίων όταν είναι εντελώς άγευστοι μουσικής ή ποίησης; Όταν η πιο προσφιλής και αναγνωρίσιμη εικόνα στην έπαυλη-μπούνκερ που έχτισαν στα σπλάχνα της Πεντέλης, είναι η φωτογραφία τους.
Γύρω μου προσκυνημένοι καλλιτέχνες, παράγοντες, άνθρωποι με θέση ή κύρος που ξέρουν την αλήθεια, που συνειδητοποιούν το τέλμα αλλά που όμως σιωπούν από υστεροβουλία ή φόβο. Η πιο ηρωική τους πράξη, ν' απονείμουν εκ του ασφαλούς εύσημα στο έργο τους ή και να βλασφημήσουν εντύπως δια το θεαθήναι. Μόνο μέχρις εκεί. Κατά τα άλλα, το αγχωτικό κυνήγι του χρήματος ο μόνος τους στόχος και η ακηδία για ό, τι υπερβαίνει την επικράτεια του αφαλού τους. Η ευθύνη τους μεγαλύτερη από εκείνη των πολιτικών. Εξάλλου από τους πολιτικούς δεν απαιτούμε να ονειρευτούν αλλά να αφουγκράζονται όσους ονειρεύονται. Ο μισονεϊσμός, η παντοδυναμία των μέτριων ή των ηλιθίων και η βαθύτατη συντηρητικότητα αυτής της κοινωνίας είναι τα πιο δυσοίωνα προανακρούσματα για το μέλλον που ήρθε ήδη. Κι εγώ βαρέθηκα τις μεμψιμοιρίες. Όμως η παρακμή καλά κρατεί.
Και μόνο που να, το κόασμα των βατράχων στο βούρκο, διώχνει τους αετούς... Πιο πολύ από τους καλλιτέχνες με ενδιαφέρουν όσοι ζουν κατά τέχνην. Όσοι εκτίθενται ζωγραφίζοντας τα όρια μακριά από διακοσμητικές κολακείες.
Επειδή η ηδονή της αναπαράστασης σχεδόν ποτέ δεν σχετίζεται με τον βαθμό ομοιότητας ανάμεσα στην εικόνα και το πρότυπο της. Ιδού ένα μεγάλο μυστικό. Στοχάζομαι την ανθρώπινη συνθήκη, θα πει παρατηρώ την πτώση μου θριαμβικά (άνω) όχι σαν των φύλλων αλλά σαν των άστρων. Ιδού η μέγιστη εικόνα με το απαράμιλλο νόημα. Ένα πεφταστέρι στο διάστημα να επανασηματοδοτεί το κενό και να καθαγιάζει την ανυπαρξία, τον δικό μας παράδεισο. Τίποτε μελαγχολικό ή μακάβριο σ' όλα αυτά. Το σχέδιο του Θεού μπορεί να βρίσκεται στα χέρια μας. Αρκεί να βρούμε τη δύναμη και ν' αδράξουμε το κοντύλι (άνω) ένα τεράστιο, αρραγές αρυτίδωτο σύμπαν μας περιμένει σαν ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Ή σαν ένα λευκό σεντόνι έτοιμο να δεχτεί το σώμα και τα αιμάτινα ίχνη του. Και τότε, το περίγραμμα ενός κορμιού θα ενώσει τη ζωή και το πέρα απ' αυτήν... Ο αληθινός καλλιτέχνης ακολουθεί μοναχική πορεία που ισορροπεί ανάμεσα σε μνήμες παρελθόντων θανάτων και όνειρα μελλοντικών ανατροπών. Κάτι τέτοιο χρειάζεται γενναιότητα αλλά και αξιοπρέπεια εμπρός στη αδήριτη φθορά των πάντων. Ή αλλιώς: Αβέβαια ζήσε. Τίμα την προέλευση σου (Κική Δημουλά). Όπως ακριβώς πράττει ο Γιώργος Λαναράς ισορροπώντας τη ζωγραφική του στο όριο ανάμεσα στην ιερότητα της ανα-παράστασης και τον τρόμο του γκροτέσκου.



«Γένους ανυπεράσπιστου»


Θα μπορούσε να είναι ο ορισμός της τέχνης ο εξής στίχος της Δημουλά: «Για να μην πάει χαμένο, το χαμένο...». Από την άλλη οι πάντες αγωνίζονται ν' αποσβέσουν τις απώλειες, να μη χαθεί τίποτε. Μακάρι όμως η μόνη μας θλίψη να είναι το κόστος που πληρώνουμε για τις επιλογές της ζωής μας. Οδηγός εδώ ο Κουνέλλης, άγνωστος ακόμη παρά τους κοσμικούς και τους εμπόρους που συνωστίζονται γύρω του: «Θέλω την επιστροφή της ποίησης μ' όλα τα μέσα· με την άσκηση, την παραίτηση, τη μοναξιά, τον λόγο, την εικόνα, την εξέγερση». Α, όλα κι όλα. Στην Ελλάδα ουδείς παραιτείται, ουδείς διαλέγεται, ουδείς εξεγείρεται. Αλλού την άνοιξη θάλλουν άνθη, εδώ μονόλογοι. Κι η οίηση της αμάθειας που αγνοεί το κάλλος του ελάχιστου. Είναι τότε που ο μινιμαλισμός δεν αποξηραίνεται σε αμήχανη φόρμα αλλά δίνει το μέτρο της κρίσης και τους τρόπους υπέρβασης της. Ονειρεύομαι μιαν έκθεση που πηγαίνοντας κόντρα στην αισθητική και τη δεσποτεία της αγοράς, θα σκύβει στο ελάχιστο ώστε να διαχειριστεί λυτρωτικά τη σοβούσα υστέρηση. Χωρίς επικοινωνιακούς μαξιμαλισμούς που ξεχνούν επαρχιωτίλα. Λες και δεν είναι πολύτιμο, το χαμένο. Είτε για έρωτα πρόκειται είτε για θάνατο. Ή λες και δεν κατέχουμε μόνο ό,τι αξιωθήκαμε να χάσουμε. Δηλαδή ό,τι μπορούμε ν' αγναντεύουμε με τα μάτια σφαλιστά. Δωρεά του διαρκώς εφήμερου.
Κι άλλος ορισμός της τέχνης που μου στέλνει η τύχη από ένα, φιλοζωικό(!), άρθρο του Καβάφη, του 1886: Misplaced tenderness, άτοπη, παράταιρη, παραπλανηθείσα, τρυφερότητα. Τρυφερότητα που βρέθηκε αλλού κι έτσι γονιμοποιήθηκε το αναπάντεχο «να ίδωσιν οι άνθρωποι και πιστεύσωσιν». Αλλέως πως «Βρας» που θα πει «πυρ» όπως επιθυμεί ο Εγγονόπουλος στον «Μπολιβάρ» προλαβαίνοντας τον πεσιμισμό του Λεοντάρη, δηλαδή πως είναι ξενιτιά η μητρική μας γλώσσα· αλλά και όπως βροντοφώναζε ο Παύλος Κουντουριώτης στη ναυμαχία της Λήμνου γράφοντας με αφρό και φωτιά ένα εξαίσιο μονόλεκτο ποίημα. Κάθε γλώσσα είναι και πατρίδα και ξενιτιά και, κυρίως, ένα μέσα ρούχο. Σαν τα γλυπτά του Moore που έχουν πάντα ένα εσωτερικό κέλυφος και μια φόρμα εξωτερική για να τα προστατεύει σαν μητέρα. Παρούσα εδώ η έγνοια του Wittgenstein σχετικά μετά όρια και τις δυνατότητες της γλώσσας-πατρίδας ως προς τη χρήση (και κατάχρηση) του αυτονόητου. Αλλά και τη χρησιμότητα της σιωπής. Η Δημουλά το λέει αλλιώς: «Όταν σιωπώ, είναι απίστευτο το πόσο ευφραδής γίνομαι. Εκτιμώ τη σιωπή γιατί συσκοτίζει το όχι ώστε να εκλαμβάνεται σαν ναι». Αυτά ως προς την τέχνη, αυτή τη φωτεινή μοναξιά και την ιδιοτελή ψευδαίσθηση αθανασίας που κομίζει. Ο πολιτισμός όμως είναι άλλο πράγμα.
Είναι αυτός που καθιστά τον «πληθυσμό» κοινωνία και δημιουργεί συλλογικότητα μέσα από κοινά αποδεκτές συμπεριφορές. Κάθε κοινωνική δραστηριότητα φέρει ένα πολιτισμικό πρόσημο. Είναι αυτό που επιτρέπει στους πάντες, και προπαντός στους πολιτικούς, να μιλάνε για τον πολιτισμό σαν ειδήμονες. Ο Sartre πάλι ονόμαζε «ειδήμονες» εκείνους που επεμβαίνουν σε υποθέσεις που δεν τους αφορούν. Πολιτισμός είναι, εντέλει, η κοινωνικοποίηση της ατομικής μας περίπτωσης, του σώματος και της τιμής του. Να, ένα παράδειγμα:
Ξημερώματα σε σκυλάδικο, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που οι «σταρ» έχουν αποχωρήσει, παίζουν οι δευτεράντζες και οι θαμώνες είναι ένα κουβάρι στην πίστα: Διπλοκοιλιές, ξέκωλα, ξεθυμασμένοι, θείτσες, μαντράχαλοι με ιδρωμένους σβέρκους και τα πουκάμισα έξω, το εθνικό μας χαλί δηλαδή, σε διατεταγμένη υπηρεσία διασκέδασης. (Έτσι τους έμαθαν, έτσι κάνουν απ' όταν καταργήθηκαν σιωπηρά τα οικογενειακά γλέντια.) Αίφνης, σαν αποκάλυψη και για να βγάλουν τον σκασμό οι δήθεν και οι αρτίστες του «λαϊκό-έντεχνου» έθνικ, δύο υπάρξεις από το πουθενά, απαρατήρητες υπό άλλες συνθήκες, ντροπαλές αλλά και με θάρρος, χορεύουν αντικριστά σούστα. Στην κίνηση τους σπαράζει σαν τρικυμία το δόλιο το έθνος, που αντέχει ακόμη παρά τα αλλεπάλληλα κύματα εκσυγχρονισμών και στρογγυλοποιήσεων της εντόπιας διαφοράς. Αμέσως μετά, η παροδική αναγέννηση με τα νησιώτικα αποσύρεται, δεν φτερουγίζουν πλέον άγγελοι στα νερά του Αιγαίου αλλά μόνο τουρκικά αεριωθούμενα, καθώς όλοι ευθυγραμμίζονται με τις τρέχουσες ανοησίες και τα σουξέ. Τα πουκάμισα μπαίνουν πάλι στα παντελόνια και οι αυτοσχέδιοι χορευτές μιας, τις οίδε, παράδοσης, ανακαλούνται στην τάξη.
Κι όμως, το ερωτικότερο τραγούδι δεν είναι το καψουροσιντί της μόδας αλλά το σπαραχτικό κι απέθαντο «Αρμενάκι είμαι κυρά μου, πάρε με!». Όπου οι ρόλοι αλλάζουν, η μητριαρχία αποφασίζει όπως παλιά και ο νεαρός ξένος, το αρμενάκι, δέεται στην κυρά με άμεση επίκληση να «τον πάρει». Θυμάμαι αμέσως τον Γρηγόρη όταν τραγούδαγε «Τρέξτε, φτάστε βρε παιδιά να θαυμάστε την κυρά» και αντιλαμβάνομαι τις προθέσεις του Duchamp όταν φόρεσε μουστάκια στη Mona Lisa, το 1919. Κατ' ουσίαν επιτελούσε έναν ευνουχισμό του θήλεος από την ανάποδη, δημιουργώντας έτσι το τελευταίο φαλλοκρατικό έργο. Κι ενώ πίστευε ότι διαβουκολούσε τα ιερά στερεότυπα της ακαδημαϊκής ακαμψίας, στην πραγματικότητα πειθαρχούσε σ' αυτά, έστω και υποσυνείδητα. Τώρα καταλαβαίνω: η τέχνη έχει γυναικεία υπόσταση και ο πολιτισμός ανδρική. Δηλαδή, η τέχνη γεννά και ο πολιτισμός διατηρεί και διαδίδει. Ο έρωτας πάλι παραμένει γένους ανυπεράσπιστου (Δημουλά)...

Η αισθητική του ανίερου

Είμαστε τα παιδιά του Μαρξ και της Coca-Cola
Ζ. Λ. Γκοντάρ

Τι είναι τέχνη; Το μέσα μας ρούχο. Το άλλοθι στη γυμνότητα μας. Ίσως και η ύστατη δυνατότητα μας για μιαν επανάσταση χωρίς μεσσιανικά πρόσημα· σαν θρησκεία χωρίς μεταφυσική -αλλά με τον τρόμο παρόντα- και σαν φιλοσοφία ενσαρκωμένη σε εικόνες και λέξεις. Η τέχνη είναι ένα ψέμα πιο πολύτιμο από την οποιαδήποτε χρησιμοθηρική αλήθεια και μια εμπειρία τόσο αποκλειστική όσο και ο θάνατος, που βιώνεται μεν κατά μόνας αλλά και που εξορκίζει τη μοναξιά. Τέχνη είναι επίσης εκείνη η διαδικασία που μεταμορφώνει θαυμαστά την πρόσθεση σε πολλαπλασιασμό για να χορτάσει με λίγα ψάρια τους πεντακισχιλίους. Μόνο που εδώ το χόρτασμα δεν έχει να κάνει με την πλησμονή, τη συσσώρευση ή την τρέχουσα υπερεπάρκεια «αγαθών». Η δυστυχία καραδοκεί όταν το ατομικό αδυνατεί να καταστεί συλλογικό όσο κι αν στριγγλίζουν διαφημιστικά οι επικοινωνιακές σειρήνες. Η τέχνη μιας άμεσης κατανάλωσης, που επηρεάζεται από τις στρατηγικές της αγοράς και τη λογική του lifestyle, είναι ό,τι σήμερα δεσπόζει σε παγκόσμιο επίπεδο και αυτό που αποκαλώ coca-cola art. Τέχνη που πάει με όλα και επιδιώκει τη «φαντασμαγορία» αντί της μέθεξης. Ας μην ξεχνάμε ότι η Phantasmagorie είναι κεντρική έννοια της κριτικής του πολιτισμού που επιχειρεί ο Walter Benjamin ακολουθώντας τον Μαρξ όταν αυτός μιλά για τον φετιχισμό του εμπορεύματος, δηλαδή μιαν ψευδαίσθηση κι ένα υποκατάστατο σχέσης. Εν προκειμένω, ο Baudelaire υποστηρίζει ως τέχνη το ονειροπόλημα που γίνεται έργο, ταυτίζοντας τον καλλιτέχνη με τον ήρωα της νέας εποχής κι εκείνον που θ' απαλλάξει την αστική τάξη από την υστερία της. Σήμερα πάλι περισσεύει η μελαγχολία της ματαίωσης, καθώς η καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα καταπνίγεται ή εξαντλείται άδοξα στο κυρίαρχο περιβάλλον της αισθητικής ταχυφαγίας και της «διασκέδασης» με κάθε τίμημα. Έως την απόλυτη έκλειψη της ύπαρξης εμπρός στη δεσποτεία του θεάματος. Άρα, αντιλαμβάνεστε πως αυτή η τέχνη για την οποία σας μιλώ, μπορεί να λειτουργεί ως μορφή αντίστασης στην επερχόμενη αλλοτρίωση και την επιβεβλημένη άνωθεν ομοιομορφία. Στην ευτυχία της πλήξης, δηλαδή. Εμείς πάλι ομνύουμε σε μιαν έκφραση που δεν αναγνωρίζει αυθεντίες, κατεστημένα ή δυνάστες και θεωρεί όλες τις επιλογές ανοιχτές και νόμιμες· που είναι πολιτική αλλά όχι στρατευμένη, σύγχρονη αλλά όχι εκβιαστικά «μοντέρνα», με συνείδηση εντοπιότητας αλλά όχι τοπική. Μιαν έκφραση τέλος που βούλεται να υπάρχει εντός Ιστορίας όταν η Ιστορία, παραμερίζοντας τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και τους πυροτεχνουργούς, αρχίσει να επιτελεί το έργο της. Κι έχει πολύ καιρό να γίνει ένα θαύμα σ' αυτόν τον τόπο.
Πριν από ογδόντα τόσα χρόνια η Μαρίνα Τσβετάγιεβα επέμενε πως το να είσαι μοντέρνος σημαίνει να δημιουργείς την εποχή σου κι όχι να την αντανακλάς. Σήμερα το «μοντέρνο» μοιάζει με κουστουμάκι ευκαιρίας που δεν ντύνει μια στάση, αλλά μάλλον κρύβει ένα κουσούρι όπως θα 'λέγε κι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος. «Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά μέσα μου», γράψει ο Χειμώνας διεκδικώντας την ταύτιση του πάσχοντος υποκειμένου με την όποια φυσική, όσο κι έωλη πραγματικότητα, παρελθούσα ή μέλλουσα. Κάνουμε λοιπόν τέχνη για να κατανοήσουμε τα προϊόντα και για να παρηγορηθούμε με όσα παρήλθαν, αντιστεκόμενοι στην κυρίαρχη αγορά, που τείνει να καταστεί ο συγγραφέας μιας νέας «Ιστορίας της Τέχνης» χωρίς ιστορία και συχνά χωρίς και τέχνη. Αντίθετα, ο Λαναράς ενσωματώνει στο έργο του όλη τη νεότερη ευρωπαϊκή ζωγραφική με όρους όμως εντοπιότητας και με έμφαση στην προσωπική αγωνία έκφρασης.
Από την άλλη, η έννοια της coca-cola art εξαπλώνεται από τη μουσική στον κινηματογράφο και από τη λογοτεχνία στα εικαστικά με τον μαζικό τρόπο που πολλαπλασιάζονται οι μύκητες, σ' όλο τον πλανήτη. Παγκοσμιοποίηση γαρ! Ρούμι στις Κυκλάδες, ούζο στην Καραϊβική, τέχνη της Ν. Υόρκης στην Αθήνα αλλά όχι και το αντίστροφο, αμερικάνικες ταινίες. Δείτε τι ταινίες προβάλλουν τα ελληνικά ιδιωτικά κανάλια και βγάλτε τα συμπεράσματα, σας. Είδα το «Aviator» και βαρέθηκα. Γραμμικό θέαμα, δισδιάστατοι χαρακτήρες, σκηνογραφία εποχής, χειραγωγημένος εντυπωσιασμός, επίδειξη μέσων για να συγκαλυφθούν οι συγκεχυμένοι στόχοι. Ο «Μπάιρον» του Κούνδουρου, το «Delivery» του Παναγιωτόπουλου, ο «Όμηρος» του Γιάνναρη έχουν πιο κρίσιμες, πιο προσωπικές, πιο παιδαγωγικές φιλμικές αρετές. Κι ας μην ενδίδουν στη φαντασμαγορία του μεγέθους. Στο κάτω - κάτω η συγκίνηση δεν είναι υπόθεση χρημάτων. Τι είναι ρίγος; Άντε να το πεις με λέξεις, έγραφε ο Καρούζος. Κάποιοι έχουν στήσει βιομηχανίες ρίγους και παράγουν μαζικά συγκίνηση. Αντισταθείτε! Κι αυτή εδώ η ζωγραφική που φτιάχτηκε τα τελευταία δέκα χρόνια δεν χαϊδεύει μάτια.
Αν, πάλι, ήξεραν οι άνθρωποι από τι γελοίες, τι αξιοθρήνητες αφορμές γεννιούνται τα μεγάλα έργα, θα ήσαν πολύ πιο ψύχραιμοι απέναντι στην ιδιοφυΐα· και πιο ανοιχτοί στα μικρά θαύματα που συντελούνται κάθε μέρα δίπλα τους. Ίσως, τελικά, τέχνη είναι να δεις ό,τι αδυνατούν να δουν οι πολλοί. Και να πληρώσεις το ανάλογο τίμημα της (απο)μόνωσής σου. Οι θεσμοί αποσβολωμένοι επιτρέπουν ν' αποδίδεται δικαιοσύνη με άδικα μέσα και να φορούν τιβί-αρουραίοι τήβεννο εισαγγελέα. Λόγω Απόκρεω. Αυτή η κοινωνία βουλιάζει στην αυτοτροφοδοτούμενη μιζέρια της πληρώνοντας τα εγκλήματα που διέπραξε πρωτίστως εναντίον της αισθητικής. Παρατηρήστε την αρχιτεκτονική που αυθαδιάζει σ' αυτή την πόλη, αυτή τη χώρα. Δείτε τις αναμονές και τα «πανωσηκώματα» ενός αγοραίου ερωτισμού από μπετόν που δεν θα γίνει ποτέ έρωτας. Θρηνήστε τις σάπιες σωληνώσεις, τους αυθάδεις ορόφους, τους βρώμικους τοίχους κι αφήστε τα υλικά να σας αποκαλύψουν την τραγωδία αυτού του τόπου. Όσα δηλαδή σας αποκρύπτουν οι πολιτικοί ή οι αρχιερείς του ανίερου χρόνια τώρα.

Μια τραγωδία διατυπωμένη σαν κωμωδία

Ο αέρας κατεβάζει συνεχώς παγωμένες αναμνήσεις. Ας δούμε τι μας επιφυλάσσει το υπόλοιπο της Δημιουργίας.
Νάσος Βαγενάς

Μιλώντας για τη ζωγραφική του Γ. Λαναρά, μοιραία όφειλα να μιλήσω, έστω σύντομα, έστω συμβολικά, για τη γενικότερη κατάσταση του τόπου γιατί μόνο αν μας πονέσουν τα πράγματα που πονάνε, ίσως μπορέσουμε να παραγάγουμε τέχνη. Έχουμε και λέμε λοιπόν: Ο Γιώργος Λαναράς είναι ένας κλασσικός ζωγράφος με τους τρόπους που και ο Giorgio de Chirico δήλωνε πως pictor classicus sum! Δηλαδή ένας ζωγράφος που κατ’ αρχάς αντιμετωπίζει το προαιώνιο πρόβλημα της τέχνης του που συνίσταται στο πως το θέμα, μια φιγούρα, ένα αντικείμενο σελιδώνεται στο χώρο και πως το πρώτο επίπεδο διαλέγεται με το βάθος. Από τη σχέση αυτή, η οποία σταθερά πρέπει να ανανεώνεται γιατί αλλιώς εκπίπτουμε σε ακαδημαϊσμούς, θα προκύψει η επάρκεια της σύνθεσης. Από εκεί και ύστερα αρχίζουν βέβαια τα δύσκολα. Η ζωγραφική οφείλει μέσω συμβόλων, οπτικής γλώσσας, συνειρμών, δυναμικών εικόνων κλπ. να μιλήσει με κύρος για την ανθρώπινη συνθήκη. Η μορφή να καταστεί λόγος, η ζωγραφιά κείμενο. Θα ‘λεγα πως η εικονοποιία του Λαναρά όπως συγκροτείται την τελευταία δεκαετία σ’ αυτή τη σειρά των έργων ορίζεται ως «εννοιολογικός εξπρεσιονισμός», ή πιο αναλυτικά ως «οι όροι της ανθρώπινης τραγωδίας διατυπωμένης ως κωμωδίας».
Πόσο μπορούν οι εικόνες και τα σύμβολα να παραβιάσουν τα νοήματα, να τρυπήσουν τις λέξεις ώστε αυτές να ματώσουν; Υπάρχουν στη ζωγραφική του Λαναρά άφθονα αίματα, εσταυρωμένοι σαλοί, πιερότοι, τυμπανιστές και ινδιάνοι, ζωόμορφα όντα που γελούν ή σφαδάζουν. Συγκρούσεις ομάδων που διεκδικούν δικαιώματα; Διεκδικούν ύπαρξη; Αγωνιούν για το μέλλον; Ή μήπως για το παρελθόν; Πρόκειται για ένα είδος ζωγραφικής μετά τη ζωγραφική που συνοψίζει τα όσα προηγήθηκαν για ν’ ανατάμει μέσω αυτών τα όσα θα ακολουθήσουν (Δες περισσότερα στη Β’ έκδοση της σειράς ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ, τόμος 10ος, Επτά Αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής, ο οποίος φέρει τον ενδεικτικό τίτλο: Η ζωγραφική μετά τη ζωγραφική)
Υπάρχουν και ευάριθμοι άλλοι καλλιτέχνες που λειτουργούν ανάλογα: ο Γιώργος Ηλιάδης, ο Γιώργος Ξένος, ο Νίκος Κασκούρας, ο Γιάννης Μεσσήνης, η Λία Σταμοπούλου, ο Γιώργος Καζάζης, ο Δημήτρης Σουλιώτης. Στην περίπτωση του Λαναρά τώρα, έχουμε ένα φόρτο συμβόλων, μία εικονοληπτική «διάρροια» της επίσημης Ιστορίας από τον Μεσαίωνα ως σήμερα, μια γενεαλογία ετερόκλητων μορφών που συμφύρονται οργιαστικά στον παραδοσιακό τρισδιάστατο χώρο. Οι συνθετικές ρητίνες που χρησιμοποιεί και οι ντούκο λαδομπογιές συμβάλλουν ώστε οι κραυγές όλων των όντων να είναι ακόμη πιο αιχμηρές, έτσι ώστε ο μορφασμός του γέλιου να καταστεί λυγμός, να καταστεί κραυγή. Ο ζωγράφος στήνει μια προσωπική μυθολογία έτσι ώστε κατ’ ουσίαν να φιλοτεχνεί το ίδιο έργο. Αναδιφώντας στα πιο σκοτεινά τμήματα της Ιστορίας, στα πιο ζοφερά κομμάτια της ύπαρξης αλλά στο τέλος ν’ αναδύεται ένα ιδιότυπο φως. Το φως της αυτοσυνειδησίας.
Επειδή είπαμε: Άλλο πράγμα τα ωραία πράγματα –η κάθε εποχή προκρίνει τα δικά της- και άλλο πράγμα η τέχνη. Η οποία, μακριά από μιντιακές σπέκουλες, θέλει να είναι όχι ωραία αλλά αληθινή. Και να γιατρεύει πληγώνοντας... Αφού αυτή είναι η ομορφιά της.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Ανακοίνωση




Το Σάββατο 28/04/12 και ώρα 12:00
ο Μάνος Στεφανίδης θα ξεναγήσει
τους
φοιτητές στην έκθεση
΄΄Συλλογές του Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη΄΄
στην Εθνική Πινακοθήκη.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ
(Μιχαλακοπούλου 1 & Βασ. Κωνσταντίνου 50, Στάση Μετρό: Ευαγγελισμός)





Την  Κυριακή  29/04/12  και  ώρα 14:00
ο Μάνος Στεφανίδης θα ξεναγήσει 
τους φοιτητές στις εκθέσεις:
Γλυπτικής του Θόδωρου Παπαγιάννη
Ζωγραφικής-Γλυπτικής του Πάρι Πρέκα
Ζωγραφικής του Τάσου Μαντζαβίνου

στο Μουσείο Μπενάκη – Πειραιώς 138

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

ΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΒΟΜΒΙΔΙΑ.... BEST OF!


 Γκράφιτι στο Γκάζι, Μάρτιος 2012
Πίσω κι από την πιο αθώα πολιτική πρόθεση κρύβεται πάντα μια αρκούντως ένοχη σκοπιμότητα.

Όσο εξαιρούμε τον εαυτό μας από το πρόβλημα, τόσο γινόμαστε το χειρότερο τμήμα του προβλήματος

Φαίνεται πως για τους σταρ των ΜΜΕ ισχύει λίγο αλλιώς ο λόγος του Μαρξ: Τη πρώτη φορά εμφανίζονται σαν είδωλα και τη δεύτερη σαν κλόουν.

Από τη χούντα στο Πασόκ και από τα Πασόκ στον Καιάδα. Όπως συνέβη λ.χ. με το Νίκο Μαστοράκη και τώρα με τον Πέτρο Κωστόπουλο ή τον Νταλάρα.

“Δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!” Φοβάμαι πως η βλάσφημη φράση του Χάρρυ Κλυνν είναι ό, τι θα μείνει από τον συμπαθή τραγουδιστή!

Του οποίου πάντως τα τραγούδια μας αρέσουν. Η γυναίκα του μας τη σπάει! Το διαβάσαμε στα Εξάρχεια: “Πεινάς; Φάε το Πασόκο της γειτονιάς σου” ! ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που μαγάρισε ό, τι ακούμπησε (και κυρίως τους ψηφοφόρους του).

Φαντάζομαι πως τώρα ο Γερουλάνος θα δει επιτέλους τον Μπαμπινιώτη ... στο υπουργικό συμβούλιο.

Όποτε βλέπω το Γερουλάνο, αισθάνομαι σαν να μην έχει γίνει ακόμα η Γαλλική Επανάσταση.

Αν θαυμάζω κάτι στ' αδέλφια μας τους ομοφυλόφιλους είναι πως ενώ δεν τίκτουν, πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο.

Όνειρο του πολιτικού συστήματος είναι να ξαναβγούμε στις αγορές. Αυτό είναι το όραμα μας ως κοινωνίας. Αντί να γίνουμε κοινωνία από αγορά.


Μέσα από τα υποτιθέμενα πλαστά του Παρθένη, μια κοινωνία ψυχαναλύεται και αποδεικνύεται κάλπικη. Η ιδεολογία του πλαστού ως ύψιστη συνθήκη! Μπορεί μια κοινωνία που αποθεώνει το πλαστό στην πολιτική, την ιδεολογία να αναγνωρίσει το γνήσιο; Θα ήταν αντιφατικό προς την υπόσταση της !

Μετά την Marfin, είναι μοιραίο όσο κι αν δεν το βλέπουν οι μύωπες, κάθε διαδήλωση να καταλήγει σε επίδειξη βίας κράτους και παρακράτους.


Επειδή το ωραίο είναι επαναστατικό κι επειδή αυτή τη στιγμή της απόγνωσης, έχουμε την ομορφιά τόσο ανάγκη όσο έχουμε και την επανάσταση!

Σύντροφοι, αν δεν αλλάξουν όλα, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε.

Προσεχώρησαν στην ΔΗΜ.ΑΡ. τα πράσινα τζάνκι Παν Παν, Μπίστης και Μαλέλης, ο Star ποιητής της Πετρούλας. Το ερώτημα είναι πότε θα φύγουν.

Τόσες πολλές μετριότητες δεν μπορούσαν παρά να συγκροτήσουν την υποδειγματική κοινωνία του τέλειου, του απόλυτου πλαστού.

Αφού έχουμε γεμίσει φιλάνθρωπους όπως λέει το Mega γιατί δεν κάνουν και κάτι για την έρημη την πατρίδα;

Τζάμπα μάγκες σε έναν δήθεν τόπο από όπου εξέλειπε το λαϊκό και μας έχει ξεμείνει μόνο η νεοπλουτίλα.

Συμβουλή είναι εκείνο το ενοχλητικό πράγμα που λέγεται από τρίτους σε αυτούς που ήδη το ξέρουν και δεν γουστάρουν καθόλου να το εφαρμόσουν.

Δημοσιογράφος είναι εκείνος που μιλάει σοβαρά για τα πάντα ενώ δε ξέρει τίποτε στα σοβαρά.

Αφίσα στη γωνία Κριεζώτου και Ζαλοκώστα, Απρίλιος 2012

Ο ταλαντούχος κύριος Ριπλέϊ στην Ελλάδα λέγεται Παύλος Τσίμας. Τόσο γοητευτικά αθώος τόσο επικίνδυνα διαπλεκόμενος.

Απ΄ την άλλη πλευρά ο κωφάλαλος Κωστάκης και ο διερμηνέας του, το παιδί Κοττάκης. Η χαρά της αφέλειας και η αποθέωση της κουτοπονηριάς.

Ρε παιδιά, τελικά, ο Χατζηνικολάου και ο Πάριος τα έχουνε; Επειδή κάθε Κυριακή κυκλοφορούν μαζί

Ο τόπος αυτός κάποτε τραγουδούσε Στράτο Διονυσίου. Τώρα (δεν) τραγουδάει Νίκο Ξυδάκη. Παρακμή χειροπιαστή

Μόνο οι τρυφεροί θα αντέξουν. Η τρυφερότητα φτιάχνεται από ατσάλ

Ο χρόνος δεν είναι χρήμα, ο χρόνος είναι κρίμα, γι αυτό ας έχουμε όλοι μια καλή χρονιά γεμάτη από πνεύμα αντίστασης και έρωτα.Αντισταθείτε

Και μην ξεχνάτε: η τέχνη πέθανε, οι καλλιτέχνες έγιναν υπάλληλοι του χρήματος γι αυτό ας απελευθερώσουμε την καθημερινότητά μας. Αμέσως!

Οι τοίχοι των Εξαρχείων το λένε καλά: “Όποιος θέλει ασφάλεια, να γίνει ασφαλίτης”. Αδέλφια εμπρός να θεαματικοποιήσουμε το θέαμα.

Στην Ελλάδα αν και υπάρχουν Αμερικανόφιλοι, Ρωσόφιλοι ή Κινεζόφιλοι, παιχνίδι κάνουν σταθερά οι κιναιδόφιλοι.

Αλλο πράγμα οι Τουπαμάρος και άλλο το πιπί της Μάρως (Νίκος Παπαζόγλου)

Άλλη η Ευρώπη του Ντελόρ και άλλη η Ευρώπη της Μέρκελ.

Μια πεταλουδίτσα είναι η Ελλάδα τελικά. Χτυπάει εδώ τα φτερά της και σείεται το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στη Ν. Υόρκη. Σε ένα πάντως είμαστε τυχεροί: Παρακολουθούμε την Ιστορία να γράφεται ενώπιον μας σε live αναμετάδοση.

Forrest Γ.Α.Π.: Ο άνθρωπος που έλεγε ό, τι του έγραφαν και που σκεφτόταν ό, τι του έλεγε (ο αδελφός του).

Βενιζέλος: Ο άνθρωπος που μιλούσε πιο γρήγορα και από την σκέψη του.

Πολιτικό πρόγραμμα Βενιζέλου: Θα σας αφήσω μισή μερίδα. Πολιτικό πρόγραμμα Πάγκαλου: όλες οι μερίδες δικές μου. Πολιτικό πρόγραμμα Γιωργάκη: Κανό στη Σύμη. (Τι σου κανό μάνα μου)

Είναι φυσικό το ξοφλημένο Σύστημα να αμύνεται με νύχια και με δόντια. Και όσο αμύνεται, τόσο και γελοιοποιείται. Δικαιοσύνη!

Έτσι όπως καταντήσατε τους θεσμούς σαν τα μούτρα σας, είναι μοιραίο να αντιμετωπίζονται σαν "μούτρα" όσοι εκπροσωπούν τους θεσμούς. Τέλεια!

Παρά την υπερπροβολή των ομοφυλοφίλων, πρέπει να συμφωνήσετε κ. Στάθη μου ότι όποιος τον παίρνει δεν είναι και ο Oscar Wilde!

Πώς λέγετε εκείνο το μεγάλο κανάλι που τελειώνει πάντα τις ειδήσεις του με τη κυρία Μαριάννα;

Η εθνική μας σχιζοφρένεια: βρίζουμε τους μπάτσους δολοφόνους και έπειτα διαμαρτυρόμαστε γιατί δεν έχουμε αστυνομία. Όλα είναι ρόλοι

Ποια είναι η σχέση των αλπινιστών με τους ζητάδες; Οι αλπινιστές ανεβαίνουν στις Άλπεις, οι ζητάδες κάθονται στα Everest.

Κορίτσια, είναι καιρός να ερωτευτείτε χωρίς σκοπιμότητες. Το σεξ κάνει καλό ό, τι και αν λέει η μαμά σας. Είναι το καλύτερο αντικαταθλιπτικό.

Αγόρια, πηγαίνετε πλατεία! Έχει κορίτσια που λόγω κρίσης είναι έτοιμες να ερωτευτούν χωρίς κανένα συμφέρον. Επωφεληθείτε!

Μας κυβερνάνε άνθρωποι που ξέρουν τις τιμές όλων των πραγμάτων μα την αξία κανενός. Που δεν έχουν τρόμο Ιστορίας και εξαντλούνται στο παρόν. 

Ανδρέας Λασκαράτος του Θανάση Απάρτη, Ληξούρι, Απρίλιος 2012 

Το δράμα της εποχής: "μεγέθη που δεν αντέχουν το βάρος του ίδιου τους του ονόματος. Που ταυτίζουν τη τιμή με τις τιμές της αγοράς.

Μην εμπιστεύεστε ποτέ τη μοναξιά. Κάτι το πολύ τρομακτικό κρύβεται στα έγκατά της. Απ' την άλλη, μην φοβάστε ποτέ τους φόβους σας

Ο μόνος αληθινός καπιταλισμός είναι εκείνος της Πανσελήνου. Του μόνου ασημένιου νομίσματος που κρατά την αξία του με όρους αιωνιότητας.

Ελπίζω θα πει ζω τη στιγμή και σκέφτομαι την αιωνιότητα.

Είμαστε τόσο τα λάθη όσο κι οι επιτυχίες μας. Μόνο που οι επιτυχίες μας αποξενώνουν απ’ τον κόσμο ενώ τα λάθη όσο μας βυθίζουν στον ομφαλοσκοπισμό, τόσο μας καλυτερεύουν.
Ζούμε υπό καθεστώς κατοχής. Άρα κι η τέχνη, ακόμα και στην πιο ψυχαγωγική εκδοχή της, πρέπει να είναι τρόπος αντίστασης.

Ο τόπος μας, συντηρητικός ως τα όρια του φοβικού. Υποφέρει από τη δυσεντερία της μοντερνιάς και τον τρόμο του κλασικού.

Όσο βαθύτερη η κρίση ενός τόπου τόσο πιο δυσδιάκριτη από χορτάτα βλέμματα και μπουκωμένα μάτια. Ακόμη...

Αφουγκραστείτε τα ελληνικά γύρω σας: Καμένη γλώσσα δεν μπορεί να θρηνήσει επάξια μια καμένη πατρίδα.

Όσο πιο πολύτιμο είναι ένα πράγμα τόσο πιο πολύ βολεύεται –λαμποκοπώντας πάντα- στην εκδοχή του ελάχιστου.

Η τέχνη –κι όχι το κυρίαρχο δήθεν- είναι ο μόνος τρόπος να ζούμε κάπως ευτυχείς την οντολογική μας μελαγχολία.

Η σύγχρονη τέχνη καθώς αποποιείται το βάρος ή την ευθύνη της Ιστορίας μοιάζει με τον εμπρηστή που διεκδικεί ξεδιάντροπα επίδομα πυροπαθούς.

Η σύγχρονη κριτική πάλι μοιάζει με κυβέρνηση που χορηγεί επιδόματα πυροπαθών πρωτίστως σ’ εμπρηστές!

Το σύστημα κατέρρευσε και παρόλα αυτά κάποιοι καλλιτέχνες αρκούνται ακόμη στο να διακοσμούν την πτώση του.

Η εξαθλίωση των εικόνων και η τηλεδημοκρατία συνδέονται με ομφάλιο λώρο. Η τέχνη έχει το χρέος να επιστρέψει στην εικόνα την ηθική της.

Ο καλλιτέχνης είναι εκείνο το πολιτικό ον που, πρέπει να, στρατεύεται αποκλειστικά στο κόμμα της αηδίας.

Ο κόσμος μας βρίσκεται σε κρίση υπαρξιακή. Γι’ αυτό ο καλλιτέχνης δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάει την αγέρωχη ηλιθιότητα των «υπευθύνων».

Όποιος βούλεται να κάνει τέχνη σήμερα, οφείλει πρωτίστως να πενθεί. Και στην έννοια του πένθους δεν υπάρχει τίποτε το μίζερο ή το μακάβριο.

Ο άνθρωπος είναι μηχανή πόνου. Αυτό, όμως, συνιστά και την ύστατη ελπίδα του να παραμείνει άνθρωπος σ' έναν απάνθρωπο κόσμο. 

Ονειρεύομαι μια κοινωνία όπου ο νεοπλουτισμός, ο σταρχιδισμός και η επιδειξιομανία θα αποφεύγονται ως το άκρον άωτον του κιτς και ότι η ατομική αξιοπρέπεια θα υπερτερεί της χυδαίας τσαλαβούτας στο δημόσιο χρήμα.


Δημοσιεύθηκαν στο Twitter @ManosBombista από το Πάσχα 2011 ως σήμερα. 

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Μπίζνες και Σπυρολούης


Άλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλα αναστήματα. Αφού δεν θα μας σώσει η επανάσταση, ας μας σώσει τουλάχιστον ο Ρομαντισμός!

Αυτό κι αν είναι μπίζνα! Και μπράβο του όποιου την έστησε. Αποδεικνύεται ότι στις κρίσεις μόνο μεγαλουργεί ο (νεο)Έλλην! Αναφέρομαι στο κύπελλο του Σπύρου Λούη και τα σχετικά, εθνικά ρίγη. Το όποιον κύπελλο αποτιμάται κατά την άποψή μου γύρω στα 20.000 – 30.000 ευρώ. Τουλάχιστον τόσο διετίθετο όταν πρωτοβγήκε πριν περίπου ενάμιση χρόνο στην αγορά. Το οποίο όμως εκτιμήθη πρόσφατα στην αγγλική δημοπρασία 150.000 ευρώ. Και το οποίο εντέλει χτυπήθηκε στο απίστευτο ποσό των 600.000 και κάτι ευρώ.! Έτσι είναι. Η Ιστορία στοιχίζει ακριβά κι ακόμα περισσότερο στοιχίζει η σπέκουλα περί την Ιστορία. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για έναν λαό αγραμμάτων που πάντως υπερηφανεύεται για την Ιστορία του (που όμως δεν έχει διαβάσει). Εν ολίγοις τα εθνικά κειμήλια δεν δημοπρατούνται όσο κι αν έχουν ανάγκη οι επίγονοι (ανάξιοι ουσιαστικά των κειμηλίων αυτών. Ας όψεται ο χυδαίος καπιταλισμός). Αν παρά ταύτα, βγουν στην αγορά, τα κειμήλια αυτά αγοράζονται από το κράτος για κάποιο μουσείο σε λογική τιμή. Επ' ουδενί δημοπρατούνται, και μάλιστα στους Christie's, γιατί τότε θα επισυμβεί αυτομάτως σπέκουλα. Όπερ και εγένετο. Έσπευσε, βλέπετε, και ο ανίδεος δήμαρχος Αμαρουσίου, πρωταθλητής στις δημόσιες σχέσεις, να σαλπίσει ... εθνική εκστρατεία. Και ιδού πως φουσκώνουν τα ποσά! Συγκινήθηκαν απ' την άλλη και οι φιλότιμοι πατριώτες του Ιδρύματος Νιάρχου έτσι ώστε ο απόγονος του φτεροπόδαρου μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη να περάσει το καλύτερο Πάσχα της ζωής του. Καλοφάγωτα! Και να σκεφτεί κανείς χωρίς να τρέξει καθόλου!

Υ.Γ. Στη χώρα αυτή τα κειμήλια δεν έχουν τύχη. Σε αντίθεση με όσους τα διαχειρίζονται. Θυμηθείτε τον Picasso, την προσφορά στον αγωνιζόμενο Ελληνικό λαό, τη διαρκώς ευτυχισμένη κ. Πλάκα και το πόρισμα-καταπέλτη του Λέανδρου Ρακιντζή. Αν πάλι ρωτάτε για την ΕΔΕ του υπουργείου Πολιτισμού, θα περιμένετε πολύ καιρό ακόμη για το πόρισμά του. Είπαμε: λεφτά υπάρχουν. Και υπομονή επίσης. Τι να σου κάνουν και τα αριστερά κόμματα; Θα υπέβαλλαν επερώτηση αλλά είναι η Βουλή κλειστή. Και το κυριότερο ... Αριστεροί αληθινά γνώστες πολιτισμού και αληθινά ευαίσθητοι στη τέχνη σαν τον Φίλιππο Ηλιού, τον Λεωνίδα Κύρκο, τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, τον Ανδρέα Λεντάκη, δεν ζουν πια. Καλύτερα γι' αυτούς, χειρότερα για μας. 
Υ.Γ. 2. Συγχωρέστε με άλλα έχω μιαν ενστικτώδη απέχθεια τόσο προς τα οικογενειακά κειμήλια όσο και προς τους ιδιοκτήτες τους. Κυρίως γι' αυτό. Επειδή το ιερό, το ιδιωτικό και το οικογενειακό ταυτίζονται εξευτελιζόμενα με την ιδιοκτησία. Από την εποχή που δούλευα στη Πινακοθήκη δεν περνούσε εβδομάδα που να μην εμφανίσει κάποιος ευτυχής ιδιοκτήτης που να ζητήσει πληροφορίες για κάποιο οικογενειακό κειμήλιο. Τι μ' ενοχλεί; Μ' ενοχλεί το ότι η μισή Ελλάδα πιστεύει πως κρύβεται ένας θησαυρός στο σεντούκι της γιαγιάς κι αυτόν τον θησαυρό θέλει αμέσως να το ξεπουλήσει! Εύγλωττη απόδειξη των χαλαρών έως ανύπαρκτων σχέσεων που έχουμε με τη μνήμη και τη παράδοση παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα. 

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Η Αριστερά, ο Πολιτισμός και οι σχετικοί Μύθοι



Οι διεθνιστές είναι οι Ιησουίτες του μέλλοντος 
Φλωμπέρ

Το Μνημείο για την Εθνική Αντίσταση του Γιώργου Ζογγολόπουλου στη Παλαιά Κοκκινιά, 1952
 
Στον Δημήτρη Ραπτόπουλο, στο Βασίλη Παπαβασιλείου και στον Γιώργο Βαφειάδη

Ο Μύθος λέει ότι η Αριστερά υποστηρίζει τον πολιτισμό και προστατεύει τους καλλιτέχνες. Η αλήθεια είναι ότι οι καλλιτέχνες, οι δημιουργοί γενικότερα, στην πλειονότητά τους προσβλέπουν στην Αριστερά και εμπνέονται από τα συνθήματά της για έναν καλύτερο κόσμο ενώ η ίδια η Αριστερά, δηλαδή οι ηγεσίες της, θυμούνται τους δημιουργούς μόλις τις παραμονές των εκλογών για διαφημιστικούς λόγους. Και μάλιστα όχι τους πιο σημαντικούς αλλά τους πλέον προβεβλημένους από αυτούς. Τα μηντιακά κριτήρια κι εδώ κυριαρχούν. Ο Μύθος λέει ότι η Αριστερά θεωρεί την τέχνη βασικό μοχλό της αλλαγής της κοινωνίας και γι’ αυτό πλειοδοτεί τόσο στη τέχνη όσο και στις επαναστατικές δυνατότητές της. Η αλήθεια είναι ότι η Αριστερά, δηλαδή οι ηγεσίες της, είναι το ίδιο ―αν όχι περισσότερο― αγράμματη όπως και οι λοιπές ηγεσίες των λεγόμενων αστικών κομμάτων. Με τη διαφορά ότι αυτές οι τελευταίες προσποιούνται πιο πειστικά τους «επαΐοντες» ή τους φιλότεχνους επειδή η τέχνη, εν γένει, διαθέτει πλούσια, αστική παράδοση και ανάλογες, παιδευσιακές περγαμηνές.
Ο Μύθος λέει ότι η Αριστερά χαρακτηρίζεται από υψηλή παιδεία και βαθιά καλλιέργεια την οποία επεξέτεινε και πολλαπλασίασε κατά τις ατελείωτες ώρες της μόνωσης και του εγκλεισμού στις φυλακές και τα Μακρονήσια. (Όπως ο Γλέζος, ο Πατρίκιος ή ο Κωνσταντόπουλος. Τώρα το πώς κάποιοι καταλήγουν υπάλληλοι του Bαρδινογιάννη και κάποιοι χειροκροτητές του Bενιζέλου είναι άλλο πράγμα). Η αλήθεια είναι ότι η Αριστερά, δηλαδή οι ηγεσίες της, έχει μορφωθεί -όπως έχει μορφωθεί, εννοώ “εκπαιδευτεί”- στα σχολεία του φανατισμού, του λαϊκισμού και της ημιμάθειας όπου έχουν «μορφωθεί» και οι υπόλοιποι Έλληνες, επί χρόνια ευφυείς «καταληψίες» και καταστροφείς των σχολείων τους των ίδιων. Εξάλλου η χαμηλή ποιότητα σπουδών που παρέχεται στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι, εν πολλοίς, αποτέλεσμα των αγώνων της Αριστεράς για ακόμη πιο συντηρητικά γυμνάσια, πιο μισαλλόδοξα λύκεια και πιο κομματικοποιημένα πανεπιστήμια. Η αλήθεια είναι πως η Αριστερά δεν έχει, ακόμη, κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στην εκπαίδευση ―εκπαιδεύεις και μια μαϊμού― και στη μόρφωση (που αναφέρεται κυρίως στη διάπλαση ηθικής προσωπικότητας). Τέλος, η Αριστερά εγκλωβισμένη στους δογματισμούς και τα παπαγαλίστικα, ιδεολογικά «λυσάρια» της, τουλάχιστον η σταλινική, είναι εξ ορισμού αντίθετη προς οποιονδήποτε πειραματισμό, avant-garde αμφισβητήσεις ή ανατροπή των στερεότυπων.
O Μύθος λέει πως η Αριστερά είναι προοδευτική. H αλήθεια είναι πως πολλοί προοδευτικοί πολίτες έχουν συχνά επενδύσει κι έχουν συχνά απογοητευτεί από το συντηρητισμό, την ημιμάθεια και το λαϊκίστικο καιροσκοπισμό της Αριστεράς.
O Μύθος λέει πως «αριστερός» σημαίνει το ηθικό, το αδιάφθορο και το επιρρεπές στην προσωπική θυσία στοιχείο. H αλήθεια είναι πως «αριστερός» σήμερα είναι ένας ακόμη επαγγελματίας του πολιτικού βίου που διαχωρίζει απόλυτα ορθολογιστικά το ατομικό συμφέρον από το συλλογικό καλό. Οι τελευταίοι αριστεροί που γνώρισα ήταν ο Νίκος Καρούζος, ο Mανόλης Aναγνωστάκης, ο Kοσμάς Ψυχοπαίδης, ο Ασαντούρ Μπαχαριάν, ο Πάνος Τζαβέλας, ο Λάκης Σιάντας ο Xρήστος Παπουτσάκης, ο Aντώνης Kαρκα­γιάννης και ο Bλάσης Kανιάρης. Σύμπτωση; και οι εννέα δεν ζουν πια. Kαι οι εννέα πάντως υπήρξαν ακέραιοι, όσο ακέραιος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που εμπλέκεται στο δημόσιο βίο και που αναλαμβάνει ευθύνες και υποχρεώσεις ώστε να επιβιώσει σε μια κοινωνία ήκιστα αξιοκρατική, τα μάλα σταρχιδική και τα μάλιστα ανάρχιδη.
O Μύθος λέει: H Αριστερά έχει βαρύνουσα και ―πρωτίστως― διαφορετική άποψη για τον πολιτισμό. H αλήθεια είναι πως η Αριστερά ΔEN διαθέτει ούτε διαφορετική άποψη ούτε συγκεκριμένη πολιτική για τον πολιτισμό και αυτή η τελευταία συνοψίζεται αμήχανα σε εκδηλώσεις για τον Tσίρκα ή το Pίτσο, άντε και μουσικές εκδηλώσεις για το Mίκη Θεοδωράκη. Όλα τ’ άλλα πρόσωπα και θέματα είναι λίγο ως πολύ τζιζ γιατί, βλέπετε έχουν ασκήσει κριτική στις ηγεσίες της Aριστεράς.
O Mύθος λέει ότι η Aριστερά δέχεται τον αντίλογο και προωθεί το διάλογο. H αλήθεια είναι πως η Aριστερά είναι μονολιθική και δογματική κυρίως γιατί δεν έχει διαβάσει τον Mάρξ ―απλώς τσιτάρει όσους τον έχουν διαβάσει― και επειδή η σχέση της με την τέχνη παραμένει ζντανωφική.
Aπό την άλλη ό,τι πιο ελπιδοφόρο κινείται σ’ αυτό τον τόπο, έχει αριστερό πρόσημο. Mα το γεγονός αυτό δεν είναι τόσο παρήγορο όσο καταθλιπτικό αν σκεφτεί κανείς πως η αναξιοκρατία ή ο φαβοριτισμός θάλλουν και στις ηγεσίες της Αριστεράς. Έτσι ώστε το διαφορετικό να γίνεται αποδεκτό πάντα ως θεωρία. Ποτέ ως πράξη. Άλλη, μια αιτία κατάθλιψης για όλους εμάς που δηλώνουμε αριστεροί και ψάχνουμε την Αριστερά που μας αξίζει. Δείτε ως τελικό συμπέρασμα ποια πρόσωπα του πολιτισμού πλαισιώνουν τα αριστερά ψηφοδέλτια των προσεχών εκλογών. O Kουβέλης, πρόεδρος ενός κόμματος που επαγγέλλεται την αλλαγή στην αριστερή σκέψη, μας προτείνει σε άκρως τιμητική θέση τον συμπαθή ηθοποιό Γιάννη Mπέζο νοηματοδοτώντας, τι ακριβώς; Πως ένας μικρομεσαίος ηθοποιός τιμάται με το ψηφοδέλτιο επικρατείας, επειδή απλώς είναι μηντιακά αναγνωρίσιμος ως Δόγκανος; E, τότε η Bάνα Mπάρμπα του Kαρατζαφούρια είναι επιτυχέστερη μετεγγραφή. Tο ίδιο συμβαίνει και με τον Πέτρο Tατσόπουλο. O ΣYPIZA τον διάλεξε ―βάζω στοίχημα την off shore εταιρία μου στα νησιά Καϊμάν― όχι γιατί έχει διαβάσει τα βιβλία του, δεν ξέρει καν τους τίτλους του― αλλά επειδή τον είδε στον ΣKAΪ. Σύντροφοι ξανασκεφτείτε το. O Πορτοσάλτες είναι πιο αναγνωρίσιμος.

Y.Γ. 1: Ο Gustave Flaubert έλεγε: “Το μεγάλο όραμα της δημοκρατίας είναι να εξυψώσει το προλεταριάτο στο ίδιο επίπεδο ηλιθιότητας με τη μπουρζουαζία.”

Υ.Γ. 2: Καταπληκτικό: Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης κ. Λέανδρος Ρακιντζής ανακοίνωσε στις 19 Μαρτίου το πόρισμά του σχετικά με τη κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη. Σύμφωνα με αυτό διαπιστώνει σοβαρές όσο και χρόνιες παραλείψεις στα συστήματα ασφαλείας του Ιδρύματος, παρατεταμένο ερασιτεχνισμό και εγκληματικές αμέλειες που οδήγησαν στην απώλεια ενός εθνικού κειμηλίου αφιερωμένου στον αγωνιζόμενο Ελληνικό λαό (Picasso) και ενός αριστουργήματος της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας (Mondrian). Ε, και; Πέρα βρέχει. Ούτε ο δοτός πρόεδρος του Ιδρύματος ούτε η υπέργηρη Διευθύντρια ενοχλήθηκαν, πήραν θέση ή υπέβαλαν παραίτηση.
Αντιθέτως απολαμβάνουμε τη φωνή της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα να διαφημίζει από τα ΜΜΕ την έκθεση των συλλογών Λεβέντη. Πρόκειται για την ίδια φωνή που έχασε η ιδιοκτήτριά της όταν εκλάπη ο Picasso.
Θα μου πείτε: “Θα την παραιτήσει οσονούπω ο υπουργός Πολιτισμού”. “Ποιος υπουργός;” θα σας απαντήσω. “Μα θα αντιδράσουν οι άνθρωποι της τέχνης και σύμπασα η Αριστερά της οποίας ο πολιτισμός αποτελεί προνομιακό πεδίο δράσης”. Θα σας αποστομώσω με το εξής αίνιγμα: “Τι είναι αυτό που παραμένει για είκοσι τόσα χρόνια στη θέση του και δεν τολμάει κανείς να το κουνήσει: Είναι η Αλέκα Παπαρήγα και είναι η Μ. Λαμπράκη-Πλάκα. Στο τόπο αυτό φίλτατοι, δεν αλλάζει ποτέ τίποτε γιατί ελάχιστοι θέλουν αληθινά να αλλάξει κάτι. Με τις υγείες μας, που θάλεγε ο Σπύρος Παπαδόπουλος”.

Υ.Γ. 3: Σκέφτομαι πως ο πιο σεσημασμένος πολιτικά καλλιτέχνης είναι ο Παϊτέρης. Τον διεκδικούν οι πάντες. Από την άκρα δεξιά ως την προοδευτική αριστερά.

Υ.Γ. 4: Σκεφτείτε πως, πίσω κι από την πιο αθώα πολιτική πρόθεση, κρύβεται πάντα μια αρκούντως ένοχη σκοπιμότητα και πως όσο εξαιρούμε τον εαυτό μας από το πρόβλημα, τόσο γινόμαστε το χειρότερο τμήμα του προβλήματος. Επειδή ο “αριστερός” δεν είναι μια μεταφυσική έννοια a priori ταυτισμένη με το καλό, το δίκαιο και το ηθικό αλλά μια δυνατότητα που πρέπει συνεχώς να επαληθεύεται.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Βομβίδια πολιτιστικής αφασίας

του Μ. Στεφ.*


Αλέξανδρος Βασμουλάκης
Salome & Jokanaan

graphite, acrylic, enamel, oil on paper on canvas
95x135cm


Gallery Nosco - 50 Redchurch Street, E2 7DP London

April 12 - April 28 2012



  • Είπαμε Τζιμάκο “Τουρκμεντζόγλου”, όχι “Τούρκογλου”!
  • Παρέστησαν στην εκδήλωση Βενιζέλου για το πολιτισμό οι κάτωθι: Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Άννα Καφέτση, Γιάννης Κοντός, Γιάννης Μετζικώφ, Γιώργος Νταλάρας, Πέτρος Μάρκαρης, Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Αντώνης Λιάκος, Βλάσης Φρυσίρας. Επαγγελματίες άπαντες του πολιτισμού κάτι περιμένουν αύριο από τον χαρισματικό αρχηγό. Άξιος ο μισθός τους. Τι κρίμα όμως που το κράτος πέθανε. Χαχα...!

  • Πάντως πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνοι που δεν παρέστησαν. Και είναι χιλιάδες... παρήγορο.

  • A propos, τι έγιναν οι έρευνες για το Picasso;

  • Για τον Βενιζέλο προσωπικά αισθάνομαι απέχθεια και φόβο. Απέχθεια για όσα έχει κάνει στο παρελθόν, για τις μεθόδους που έχει μετέλθει, φόβο για όσα είναι ικανός να διαπράξει στο μέλλον. Επίσης μ' ενοχλούν εξίσου και η οίηση και η ανικανότητά του. Επειδή δεν ξεχνάω πως έχει αποτύχει από όποιον θεσμικό θώκο κι αν πέρασε.

  • Μου αρκεί που το ξέχασαν όσοι έσπευσαν να χειροκροτήσουν τις απόψεις του για τον ... “Πολιτισμό των Πολιτισμών”!

  • Φίλτατοι, η παπάρα, έστω κι αν διατυπώνεται με ψιμύθια και έπαρση, πάλι παπάρα παραμένει.

  • Διαβάζω ανακοινώσεις που θα λάβουν χώρα την επόμενη, δηλαδή τη Μεγάλη Εβδομάδα, και διαπιστώνω ότι η άγνοια και η επαρχιωτίλα εξακολουθούν να θεωρούνται προοδευτική στάση. Παιδιά, λέγεται Μεγάλη Δευτέρα και όχι Δευτέρα. Εκτός κι αν έχετε ξεχάσει τις γιαγιάδες σας όταν σας προειδοποιούσαν “Μεγαλοδευτέρα δεν κάνει να λες κακά λόγια”! Ούτε και ανοησίες, συμπληρώνουμε.

  • Επειδή πρέπει να κρατηθούμε επειγόντως από κάτι και οι κοινές μας παραδόσεις, το συλλογικό ήθος ως προς το ζην είναι ό, τι πιο συνεκτικό διαθέτουμε αυτή τη στιγμή.

  • Ονειρεύομαι μια κοινωνία όπου ο νεοπλουτισμός, ο σταρχιδισμός και η επιδειξιομανία θα αποφεύγονται ως το άκρον άωτον του κιτς και ότι η ατομική αξιοπρέπεια θα υπερτερεί της χυδαίας τσαλαβούτας στο δημόσιο χρήμα.

  • Προσωπικά ονειρεύομαι μια εποχή όπου η μίζα θα προσβάλει τον αποδέκτη της χειρότερα κι από βρισιά. Όπως συνέβαινε με τους παππούδες μας. Γι αυτή τη παράδοση σας μιλάω.

  • Περισσότερο από τους Γερμανούς που ξαναέρχονται μ' ενοχλούν οι μαυραγορίτες που ξανακάνουν παιχνίδι. Μεταξύ μας, και πότε το σταμάτησαν;


* Ο Μ. Στεφ. είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Όσων Επιμένουν Να Ξύνονται Παρότι Δεν Έχουν Φαγούρα.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΜΟΥ

Θόδωρος Παπαγιάννης


Αίθριο του Μουσείου Μπενάκη, Πειραιώς 138




ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ



  • Τετάρτη 4 Απριλίου, ώρα 5.00 μμ.


Ξενάγηση

από τον επιμελητή της έκθεσης Μάνο Στεφανίδη


Θεατρικό δρώμενο

Απόσπασμα από τη Μήδεια του Ευριπίδη: Ιφιγένεια Καφετζοπούλου, φοιτήτρια του ΕΚΠΑ και Γιάννης Χατζόπουλος, τενόρος.


Ηπειρώτικα τραγούδια

Συμμετέχουν: Λαμπρινή Αρβανιτίδου, Ελπίδα Λάμπρου, Αιμιλία Παπαθεοχάρη, Τερέζα Χριστοδούλου, Δημήτρης Τσεσμελής, Σοφία Αγγελή (φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).



  • Παρασκευή 6 Απριλίου, ώρα 6.00 μμ.


Τι είναι Τέχνη; (σε κείμενα Μ. Στεφανίδη)

Συμμετέχουν: Μαρίνα Ζέρβα , Γιάννης Κουρμπάνης, Χρυσόστομος Πατωνίδης ,Λαμπρινή Αρβανιτίδου, Ελπίδα Λάμπρου, Σπύρος Κοπανιτσάνος, Ξανθή Ραυτοπούλου, Στέλλα Γάσπαρη-Κάκαρη, Αιμιλία Παπαθεοχάρη, Έφη Χριστοδουλοπούλου Γιώργος Μποζίκας, Ιφιγένεια Καφετζοπούλου (φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).


Κινησιολογικό Δρώμενο

Συμμετέχουν: Σπύρος Κοπανιτσάνος, Ξανθή Ραυτοπούλου, Γιώργος Μποζίκας, Έφη Χριστοδουλοπούλου (φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).


Ηπειρώτικα τραγούδια

Συμμετέχουν: Λαμπρινή Αρβανιτίδου, Ελπίδα Λάμπρου, Αιμιλία Παπαθεοχάρη, Τερέζα Χριστοδούλου, Δημήτρης Τσεσμελής, Σοφία Αγγελή (φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).



  • Σάββατο 21 Απριλίου, ώρα 6 μμ.


Μουσικοχορευτικό δρώμενο – παρέμβαση

Από τους Κατερίνα Κασιούμη και Λίνα Σουτρή (χορός), Ειρήνη Βερέμπεη (τραγούδι) και Χάρη Λαμπράκη (νέι).



  • Κυριακή 22 Απριλίου, ώρα 2.00 μμ.


Θεατρικό δρώμενο

Απόσπασμα από τη Μήδεια του Ευριπίδη (συμμετέχουν: Ιφιγένεια Καφετζοπούλου, Γιάννης Χατζόπουλος)

Απόσπασμα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή (συμμετέχουν: Μαρίνα Ζέρβα, Σπύρος Κοπανιτσάνος, Στέλλα Γάσπαρη-Κάκαρη)

Απόσπασμα από τον Ορέστη του Ευριπίδη (συμμετέχουν: Γιώργος Μποζίκας)

Διασκευασμένο απόσπασμα από τους Βατράχους του Αριστοφάνη (συμμετέχουν: Γιάννης Κουρμπάνης, Χρυσόστομος Πατωνίδης, Έφη Χριστοδουλοπούλου)

(Φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).


Τι είναι Τέχνη; (σε κείμενα Μ. Στεφανίδη)

Συμμετέχουν: Μαρίνα Ζέρβα, Γιάννης Κουρμπάνης, Χρυσόστομος Πατωνίδης, Λαμπρινή Αρβανιτίδου, Ελπίδα Λάμπρου, Σπύρος Κοπανιτσάνος, Ξανθή Ραυτοπούλου, Αιμιλία Παπαθεοχάρη, Έφη Χριστοδουλοπούλου, Γιώργος Μποζίκας, Στέλλα Γάσπαρη-Κάκαρη, Ιφιγένεια Καφετζοπούλου (φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).


Ηπειρώτικα και Ριζίτικα μοιρολόγια

Συμμετέχουν: Λαμπρινή Αρβανιτίδου, Ελπίδα Λάμπρου, Αιμιλία Παπαθεοχάρη, Τερέζα Χριστοδούλου, Δημήτρης Τσεσμελής, Σοφία Αγγελή (φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).


  • Τετάρτη 25 Απριλίου, ώρα 5μμ.


Ξενάγηση

από τον επιμελητή της έκθεσης Μάνο Στεφανίδη


Κινησιολογικό Δρώμενο

Συμμετέχουν: Σπύρος Κοπανιτσάνος, Ξανθή Ραυτοπούλου , Γιώργος Μποζίκας , Έφη Χριστοδουλοπούλου (φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).



  • Κυριακή 29 Απριλίου ώρα 2 μμ.


Ξενάγηση

από τον επιμελητή της έκθεσης Μάνο Στεφανίδη


Μουσικό δρώμενο με Ηπειρώτικα και Ριζίτικα μοιρολόγια

Συμμετέχουν οι ζωγράφοι Γιάννης Στεφανάκις, Γιάννης Τζερμιάς, ο γλύπτης Κώστας Ανανίδας και οι φοιτητές Λαμπρινή Αρβανιτίδου, Ελπίδα Λάμπρου, Αιμιλία Παπαθεοχάρη, Τερέζα Χριστοδούλου, Δημήτρης Τσεσμελής, Σοφία Αγγελή (φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).



  • Κυριακή 6 Μαΐου, ώρα 4 μμ.


Ξενάγηση

από τον επιμελητή της έκθεσης Μάνο Στεφανίδη


Κινησιολογικό Δρώμενο

Συμμετέχουν: Σπύρος Κοπανιτσάνος, Ξανθή Ραυτοπούλου, Γιώργος Μποζίκας, Έφη Χριστοδουλοπούλου (φοιτητές του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών).


Ηπειρώτικα τραγούδια

Ο Θόδωρος Παπαγιάννης και οι φίλοι του.




Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Για τον Γιάννη Δημητράκη

Εγκαίνια: Δευτέρα 2/4 στο Ελληνοβρετανικό Σύνδεσμο, Πλατεία Κολωνακίου 2, 8 μμ.


Γράφει ο Στράτης Δούκας στο «βίο ενός αγίου» αναφερόμενος στον Γιαννούλη Χαλεπά: «Μια δυνατή, ασυνήθιστη πνοή, καλλιτεχνικής ζωής και δημιουργίας φυσά από μέσα του και μας συνεπαίρνει. Ένα οπτασιακό φως περιβάλλει το έργο του, καθώς αγρυπνεί σε στάση εποπτείας αγνώστου κόσμου. Οι στερνές του συνθέσεις, γύρω στο 1930, που λύνουν έναν εφιάλτη, θα υποβάλλουν πάντα στη μυστική ψυχή του ανθρώπου και του λαού που είναι δεμένος, την ηδονή και τη δύναμη της ζωής...» Ο ίδιος πάλι έγραφε για τον καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα: «Ήταν ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. Σεμνός, ακέραιος, ασυμβίβαστος. Η προσωπικότητά του ακτινοβολούσε. Έτσι που άρχιζε να μιλάει πίσω από τον μπερντέ, μάγευε και πειθαρχούσε κάθε ακροατήριο. Άνθρωπος με μεγάλες αντιθέσεις, τόλμες και φόβους. Μπορούσε να σταθεί αγέρωχος μπροστά σ' ένα εκτελεστικό απόσπασμα ή να τρομάξει από ένα ποντίκι...». Ιδού, λοιπόν, κι άλλος ορισμός του καλλιτέχνη εκτός απ' αυτόν του μάρτυρα-πολεμιστή: εκείνος που έχει τόλμες αλλά και φόβους. Και, μάλιστα, συνδυάζοντας λαϊκότητα και πρωτοπορία.


Ο Γιάννης Δημητράκης με την αγάπη του για τα παραμύθια-σχέδια και τις εικόνες-μουσικές είναι ένα ευαίσθητο όσο και σπάνιο δείγμα δημιουργού που συνδυάζει λαϊκότητα και αβαντγκαρντισμό. Δύσκολα πράγματα. Τ' άλογά του τρέχουν σε ασβεστωμένους τοίχους ή σε όνειρα ενώ οι ιππείς του βρίσκονται τόσο στα σύννεφα όσο και στα έγκατα της γης. Τα μαύρα του ασημίζουν χαρμόσυνα, παραμένουν όμως μαύρα.


Το θέμα βέβαια είναι εμείς τι κάνουμε. Τρέχουμε ζαλισμένοι πίσω από τους δήθεν και τον επικοινωνιακό ορυμαγδό τους ή χαζεύουμε τον αφαλό μας περιμένοντας να τον καύσει, αλλά να μην τον κατακαύσει, το άκτιστον φως, σαν τους Ησυχαστές. Δηλαδή να ησυχάσουμε στη μικροαστική βολή μας ή να βάλουμε εναντίον κάθε σταθερού και κινούμενου στόχου μήπως και κάτι ξεκουνηθεί; Αφήστε που είναι το άκρον άωτον της υποκρισίας να τα περιμένουμε όλα από τους περιδεείς και ολίγιστους πολιτικούς μας οι οποίοι είναι ακριβώς ό, τι πρέπει να είναι. Βρίσκονται δηλαδή εντός όλων των τρεχουσών προδιαγραφών. Σαν δεξιοί οι εκσυγχρονιστές, σαν εκσυγχρονιστές οι δεξιοί. Τιμιότεροι πάντως προσώρας. Πήξαμε, τέλος, στις παρομοιώσεις στις λεκτικές εικόνες, αλλά καμία μεταφορά στον ορίζοντα, δηλαδή εκείνο το σχήμα του λόγου που δημιουργεί, μαζί με την, πιο συντηρητική, μετωνυμία, τις αληθινές ρήξεις. Αφήστε που μια έντιμη συντήρηση θα μπορούσε να είναι η επανάσταση του μέλλοντος. Γιατί είπαμε: το μέλλον μας είναι αμετάβλητο! Ο Γιάννης Δημητράκης το ξέρει καλά και γι' αυτό ζει, σαν τον Γκύζη, ονειρευόμενος...

ΥΓ.

Περισσότερο από εκείνη την τέχνη που διακοσμεί τη ματαιοδοξία της ανθρώπινης ευτυχίας προτιμώ την τέχνη που ερμηνεύει τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας· που θεραπεύει πονώντας και που πληγώνει σωτήρια· που μιλάει γι' αυτό το άγνωστο, σκοτεινό αγρίμι που κάποιοι λένε «ψυχή». Και είναι τότε που ανάβουν φώτα ολόφωτα, όπως προείπε ένας Σκιαθίτης. Η τρέχουσα πάλι «δημοκρατία» της τέχνης, τόσο παρεξηγημένη άλλωστε, αποτελεί τη χαρά των εμπόρων και το ναρκωτικό των αταλάντων. Οι ιδέες του Ντισάν, του Μπροτέρ, του Μαντσόνι, του Μπόις έχουν εκ του πονηρού παρεξηγηθεί. Το «όλα είναι τέχνη» και το «ο καθένας είναι καλλιτέχνης» ήσαν συνθήματα που κυρίως ζητούσαν ν' αποσπάσουν την έκφραση από τη μέγκενη του έργου-φετίχ, από τη σαγήνη του ναρκισσευόμενου «εγώ» και από την υστερία της διαμεσολάβησης, η οποία ταυτίζει την ηδονή της τέχνης με την ιδιοκτησία. Φέρ' ειπείν είναι δυνατόν να δηλώνουν φιλότεχνοι κάποιοι νεόπλουτοι συλλέκτες ή κάποιοι βαρετοί κοσμικοί των εγκαινίων όταν είναι εντελώς άγευστοι μουσικής ή ποίησης;

Η ελληνική τέχνη σε δέκα αιρετικούς τόμους

Δημοσιεύθηκε στην "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας 5/11/2011



Γ. Αριστηνός, Μ.Σ., Δ. Τρίκας


Από τον Γιώργο Αριστηνό

Το 2001 πρωτοκυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίλητος η δίτομη μνημειώδης έκδοση του Ελληνομουσείου, δηλαδή μια σύνθετη εξιστόρηση της ελληνικής τέχνης και κοινωνίας από την Αλωση ώς τις μέρες μας, απλωμένη σε 1.200 τόσες σελίδες.

Από το 2009 έως πρόσφατα ολοκληρώνεται ύστερα από πολλές περιπέτειες η δεύτερη δεκάτομη και βελτιωμένη έκδοση του Ελληνομουσείου με τον υπότιτλο 7 αιώνες ελληνικής ζωγραφικής. Εκδότης είναι τώρα το Ιδρυμα Τύπου Α.Ε., χορηγοί είναι ο ΟΠΑΠ και το Μουσείο Μπενάκη, ενώ την παραγωγή έχει πάλι η Μίλητος. Αυτή η δεύτερη έκδοση, που φτάνει ώς το 2010, περιέχει πάμπολλα καινούρια στοιχεία, φιλολογικές αναφορές, εικονογραφικούς συνειρμούς και παραλληλίες απ' όλη την ευρωπαϊκή τέχνη, λύσεις για τις οποίες είναι υπεύθυνοι, εκτός του συγγραφέα, η επιμελήτρια της έκδοσης, ιστορικός της τέχνης Χρύσα Κακατσάκη και ο art director Δημήτρης Πληβούρης. Οπλο των 10 αυτών κομψών και εύχρηστων τόμων είναι οι διεισδυτικές κειμενολεζάντες, που συνοδεύουν την πλουσιότατη και συχνά «προβοκατόρικη» εικονογράφηση. Σημειώνει ο Μάνος Στεφανίδης: «Βρισκόμαστε ως κοινωνία σε παρατεταμένη βαθιά κρίση... Συνακόλουθα, σε κρίση βρίσκεται και η Τέχνη που αντανακλά την κοινωνία αυτή. Αυτονόητο. Το χειρότερο όμως είναι πως λόγω του ανήκεστου αυτισμού της (η Τέχνη η ίδια) αδυνατεί να εκφράσει τη σοβούσα κρίση της κοινωνίας. Ιδεολογικό παράδοξο! Κυρίως επειδή κάτι τέτοιο συνιστά κρίση μεγαλύτερη της κοινωνικής... Συχνά διερωτώμαι γιατί δεν φτάνει η σύγχρονη Τέχνη στο ευρύ κοινό. Γιατί, πρώτον, δεν αφορά το ευρύ κοινό και γιατί, δεύτερον, είναι ελάχιστα σύγχρονη, όσο κι αν παίρνει μοντερνίστικες πόζες. Ενας φορμαλισμός που αντιμετωπίζει ακαδημαϊκά το μοντέρνο....»

Το Ελληνομουσείον επιχειρεί μια τέτοια εξιστόρηση της ελληνικής ζωγραφικής καθώς τη θεωρεί εύγλωττο και αύταρκες εποικοδόμημα του νεοελληνικού βίου, αλλά και κομμάτι της αείζωης καθημερινότητάς μας, εφόσον η ζωγραφισμένη εικόνα μάς συνοδεύει σταθερά, είτε με δέος είτε με συγκίνηση είτε ακόμη και με θυμηδία, τόσο σε δημόσιους χώρους όσο και στην ιδιωτική καταφυγή. Από τις αγιογραφίες ή τα τέμπλα του παρελθόντος ώς τα διαφημιστικά πανό και τις γελοιογραφίες των εφημερίδων, ο υποψιασμένος θεατής μπορεί ν' ανιχνεύσει την ύπαρξη μιας γενικής αρχής, μιας κοινής μορφοπλαστικής αντίληψης.

Η θρησκευτική ζωγραφική ως παραμυθία συνοδεύει τους υπόδουλους Έλληνες στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και γίνεται σταδιακά, είτε με την έντεχνη είτε με τη λαϊκή μορφή της, ένα στοιχείο διαφοράς και μια ευκαιρία διαφοροποίησης, εφόσον ορίζει μέσα στην πολυφυλετική οθωμανική αυτοκρατορία τα «δικά μας πράγματα». Ενίοτε είναι αυτή που διασώζει οπτικά -και παράλληλα προς τις λαϊκές αφηγήσεις- τον νεότερο, ζωτικό μύθο, τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό».

Ο συγγραφέας περνάει από την Τουρκοκρατία στον εισαγόμενο ακαδημαϊσμό του «Πρότυπου Βασιλείου», όπως θα έλεγε η Ελλη Σκοπετέα, και από τη Σχολή του Μονάχου στον Παρθένη και τη Γενιά του '30 με μεθοδικό και τεκμηριωμένο τρόπο (3ος, 4ος και 5ος τόμοι). Ομως εκεί που πραγματικά καινοτομεί, ανατρέποντας πολλές από από τις κατεστημένες απόψεις, είναι όταν αναφέρεται στους καλλιτέχνες της Διασποράς και την Τέχνη στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα, στη Μεταπολίτευση, γίνεται κι αυτή μια γειτονιά του παγκόσμιου χωριού. Ετσι, η διαπλοκή των επιμέρους πολιτισμών και η άνθηση των έθνικ προτύπων βάζει πάλι τα πράγματα σε μια νέα βάση. Η αποθέωση της υποκειμενικότητας, οι μηχανικές αναπαραγωγές της εικόνας, οι φωτογραφίες-ντοκουμέντα νομοτελειακά έχουν οδηγήσει στην υπέρβαση του τελάρου, την άρση των διαφορών ανάμεσα στις επιμέρους τέχνες, την ενιαία διεκδίκηση χώρου και χρόνου και την ώσμωση των εκφραστικών μέσων. Τώρα το εικαστικό έργο, περισσότερο από αισθητικό αίτημα, καθίσταται μια αφορμή προς το διανοείσθαι.

Ωστόσο, αρκετοί έλληνες δημιουργοί επιστρέφουν σε ζωγραφικές αξίες, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από σπαρακτικές μορφές με εξπρεσιονιστικό ή υπαρξιακό στίγμα (Θεοφυλακτόπουλος, Ράτσικας, Μαντζαβίνος, Μπάικας, Χουλιαράς, Πατρασκίδης). Μια άλλη μερίδα αναζητεί στην «αρχαία σκουριά» την τρυφερή νοσταλγία (Σόρογκας), στο άλγος του νόστου την ποιητική των πραγμάτων (Σπηλιόπουλος) ή επιμένει στην κριτική στάση σε σύμβολα και αρχέτυπα (Μ. Κατζουράκης, Λαζόγκας, Σκούρτης, Γραμμένος). Δεν λείπουν και εκείνοι που αντιμετωπίζουν τόπους, τοπία και καταστάσεις με χιούμορ, παιγνιώδη διάθεση ή ποιητικό λυρισμό (Κόττης, Ζαχαριουδάκης, Ηλιοπούλου, Στεφανάκις). Συχνά η χρήση των νέων τεχνολογικών μέσων τούς προσφέρει ευφυείς και ευρηματικές λύσεις (Ντάβου, Μπουτέας, Τότσικας, Ναυρίδης). Ολοι τους συμβάλλουν σε μια νέα «περί πάτρης» αντίληψη, που δεν περιορίζεται σε εθνοκεντρικά κλισέ, αλλά συμπυκνώνει τη φράση τού Δ. Σολωμού «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό» (8ος τόμος).

Συνακόλουθα ο 9ος τόμος, που τιτλοφορείται «Εικονολατρία και Εικονομαχία», περιλαμβάνει δημιουργούς που από το τελάρο επεκτείνονται στον φυσικό χώρο φιλοτεχνώντας υβριδικές καταστάσεις. Τέλος, ο 10ος φέρει τον τίτλο Η ζωγραφική μετά τη ζωγραφική και επικεντρώνεται εκτός των άλλων στους street artists με πλούσιο, αδημοσίευτο υλικό, ενώ παράλληλα προβαίνει σε μια συνολική αποτίμηση της ελληνικής Τέχνης. Πιο συγκεκριμένα, η αυτοκρατορία της τηλεοπτικής - και όχι μόνον - εικόνας και η εξάντληση των ανακυκλωμένων αισθητικών ρευμάτων σχεδόν αναγκάζει τους καλλιτέχνες του 21ου αιώνα να στραφούν σε λύσεις και χώρους εκτός του συνήθους εικαστικού πεδίου. Το μεικτό είδος γίνεται νόμιμο με τη φωτογραφία (Βρεττός, Τσουμπλέκας), με την περφόρμανς (Σαγρή), με τη χειροποίητη ποιητική (Κοντοσφύρης) ή την αχειροποίητη κινηματογραφική εικόνα (Αγγελίδη, Κ. Κατζουράκης). Δίπλα σε αυτούς οι υποτιτλιστές του αστικού περιβάλλοντος και κήρυκες μιας τέχνης χωρίς κηδεμόνες -όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα γκράφιτι- και οι δημιουργοί των κόμικς, που υποκατέστησαν τους λαϊκούς μύθους με εικονογραφήματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων και τις νευρώσεις των κατοίκων τους. Η παραδοσιακή ζωγραφική, ως μετείκασμα μιας ξεπεσμένης αρχοντιάς, υποχωρεί στα μετόπισθεν, διατηρώντας ωστόσο κάποιες αναμνήσεις του ντανταϊστικού μεγαλείου της (Παυλόπουλος) ή κάνοντας γιουρούσια στις εικόνες, από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται (Χαραλαμπίδης, Σπάρταλης).

Ποια όμως είναι η ζωγραφική μετά τη ζωγραφική;

Κυρίως είναι η τέχνη του δρόμου, τα γκράφιτι, η μνημειώδης καταγραφή του απαγορευμένου και του εφήμερου, δηλαδή το αίτημα για μια Τέχνη εκτός των κατεστημένων θεσμών. Κι αυτό όμως συνιστά μια ουτοπία, αν σκεφτεί κανείς πως το τελικό ύφος των εικόνων το διαμορφώνουν η τηλεοπτική αυθαιρεσία και η μιντιακή χαλιναγώγηση.

Η παραδοσιακή ζωγραφική, παρ' ότι υποχώρησε προς στιγμήν εμπρός στη φαντασμαγορία του καινούριου, ξανακερδίζει πάλι το χαμένο έδαφος με τη χειροποίητη πειθώ της. Εξάλλου, το πιο ερεθιστικό κομμάτι του μέλλοντος ανήκει σχεδόν πάντα στην πίτα του παρελθόντος. Οσο για το φλουρί και τον τυχερό του, αυτό θα είναι πάντα θέμα μιας μυστικής ευλογίας...

Σταθερή αρετή της 10τομης έκδοσης είναι οι συνεχείς, οι καταιγιστικές αντιπαραθέσεις. Οπως επίσης συνέβη και στην πρόσφατη έκθεση που οργάνωσε ο συγγραφέας στο ιστορικό κτήριο του μουσείου Μπενάκη (δες τον κατάλογο: «Ο χρόνος. Οι άνθρωποι. Οι ιστορίες τους», 2010-11, εκδ. Μουσείου Μπενάκη).

Φαινομενικά ανίερες δηλαδή συμμαχίες και συμπράξεις, που δείχνουν, όμως, πόσο, μέσα στις ρήξεις και ασυνέχειες, τις τομές και τους νεωτερισμούς, σ' αυτόν τον ιστορικό ρόχθο, ιδίως του δυτικού κόσμου, υπάρχει ένα αίτημα που συνεχώς αναδύεται και προβάλλεται, άλλοτε όμως για να ακυρωθεί και να τελματωθεί μες στη σιγή, από τη δύναμη της αδράνειας, να απολιθωθεί δηλαδή σε απλό φιλολογικό ίχνος, και άλλοτε να επικρατήσει πανηγυρικά: Η αναβίωση της παλιάς μορφής, των εκφραστικών μέσων ή των ρητορικών ιδιωμάτων και η ενσωμάτωσή τους στη νεωτερική οπτική και ιδιοσυγκρασία. Με κάποια έννοια που αποδεικνύεται συν τω χρόνω ακριβής, παρά τις μεγάλες παύσεις ή παρενθέσεις της Ιστορίας. Η έννοια που τόσο ψυχαναγκαστικά επιβλήθηκε από την αυθεντία της θεωρίας και τόσο πρόχειρα, άκριτα, και μηχανιστικά υιοθετήθηκε από τη δορυφορική Ελλάδα, για την απόλυτη, προκαταβολικά σχεδόν δεδομένη, αταβιστικά εξαρτημένη, αξία της ενότητας, της συνοχής και της ομοιογένειας, απέναντι στην ανομοιογένεια, και τη νομαδικότητα, είναι σήμερα, πολλαπλώς τραυματισμένη. Αρα, πέρα από τη θεωρία και τις ταξινομήσεις της, η έκδοση που συνέλαβε, με την τόλμη και την αυθαιρεσία που τον διακρίνει, ο Μάνος Στεφανίδης, ένα «Κεφάλι γεμάτο χαλίκια, πέτρες, σπασμένα σπίρτα και θραύσματα από γυαλί», όπως έλεγε για τον εαυτό του ο Τζόις (Γράμμα στη Δεσποινίδα Γουίβερ), ενέχει τον κίνδυνο ενός συνονθυλεύματος, ενός συνωστισμού, στην ίδια ενότητα χώρου και χρόνου, ετερόκλιτων στοιχείων, που δεν τα συνδέει μεταξύ τους τίποτε πάρεξ η απόφαση του συγγραφέα. Αυτό θα ήταν θεμιτό να το υποθέσει κανείς, αν στο μεταξύ, entre deux guerres, και σε μια παγκοσμιοποίηση που εξαπλώνεται με όλη την επιβλητικότητά της, δεν είχε εισβάλει ο μοντερνισμός, αιρετικός και σχισματικός συνάμα (κάτι που δεν θα συγχωρούσε ποτέ ο λιτοδίαιτος και αποταμιευτικός καλβινισμός της σκέψης), ο οποίος αν δεν έκαψε, πάντως καψάλισε την προ-κοπερνίκεια ασφάλεια και «αγρανάπαυση». Δεν αντιφάσκω σε τίποτα, γιατί ο ενταφιασμός του παλιού, στην ταριχευμένη μάλιστα εκδοχή του, είναι μέρος της τελετουργίας που ακολούθησε το δυτικό πνεύμα, να παραχώνει δηλαδή και να ανασταίνει, να λησμονεί και να αναμιμνήσκεται, σε μια διαλεκτική χωρίς τέλος, και με τους κανόνες της να εκκρεμούν. Η Ιστορία συνεπώς και η Τέχνη που είχε πάντα την σχετική ανεξαρτησία της («Η Τέχνη δεν είναι καμιά φιλαρμονική του δήμου που συνοδεύει την πορεία της Ιστορίας, γράφει ο Κούντερα) μετείχε σ' αυτό το πένθος που συνοδεύει κάθε απώλεια, γι' αυτό και ανέσυρε από το παρελθόν ό,τι πήγαινε να διασκεδάσει ή να αμαυρώσει τη λήθη, πετώντας ωστόσο τα ακάθαρτα ιζήματα. Και αυτά δεν ήταν άλλα από την αντίληψη που ταυτίζει την Τέχνη μ' ένα καλό παιδί, το οποίο φοράει σκαρπίνια κι έχει τη χωρίστρα του στη μέση, ενώ, στην ουσία, η ίδια είναι άτακτη και αγοραία τις περισσότερες φορές, και ερμηνεύει τα πράγματα με την ιδιοσυγκρασία του αστρατώνιστου νομάδα. Αυτό που επιδιώκεται σε αυτή την έκδοση είναι να σπάσουν τα στεγανά και οι διαχωριστικές γραμμές, που θέλουν την καλλιτεχνική μορφή ναυαγισμένη στον χώρο που τη γέννησε και στον χρόνο που καλλιέργησε ή υπέθαλψε τα μέσα της.


Σημειώσεις:

Όλοι οι τόμοι διατίθενται από το Μουσείο Μπενάκη, 4 ευρώ έκαστος. Τα έσοδα προσφέρονται στο εν λόγω μουσείο.

Ο "Παρθένης" του εξωφύλλου του 10ου τόμου λάμπει ειρωνικά μυστηριώδης αποκαλύπτοντας πόσο μια κοινωνία εθισμένη στο ψεύδος και την πλαστότητα αδυνατεί να αναγνωρίσει το αυθεντικό όταν αυτό της αποκαλύπτεται κυρίως επειδή την ξεβολεύει.

Αν πάλι ένας πίνακας που τιμολογείται grosso modo στα 150.000 ευρώ τελικά δημοπρατείται 1.500.000 ευρώ, αναζητείστε τους αίτιους του θαύματος στους μάγους της αγοράς και τους βουλιμικούς της επίδειξης και της αυτοπροβολής.

Το κοντράστο ανάμεσα στην "Μαντόνα" του Παρθένη και τη γιγαντιαία φιγούρα του Βασμουλάκη δείχνει περισσότερο εύγλωττα από εκατό αναλύσεις "ειδικών" τι ήταν, τι είναι και που πορεύεται η νεοελληνική ζωγραφική...

Σκέπτομαι πως το κορυφαίο θαύμα της εποχής της δεσποτείας της αγοράς είναι πως οι μοντερνιστικές συλλογές γερνάνε πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο εκκωφαντικά από τους συλλέκτες τους! Παράδειγμα ο Δάκης Ιωάννου και τα έργα του. Πόσα από τα έργα του '90 είναι επίκαιρα σήμερα και δεν χρειάζεται να αντικατασταθούν από καινούρια; Ένα είδος τέχνης prêt-à-porter.

Π.χ. το Equilibrium, δηλαδή τη μπάλα του μπάσκετ στο ενυδρείο του Jeff Koons ή τους Τεντζερέδες στη σειρά του Haim Steinbach. Αυτά βλέπει ο Duchamp από ψηλά και γελάει με το γνωστό σαρδόνιο γέλιο του. Αυτοί έχουν τα λεφτά, εμείς έχουμε τη γνώση. Αυτοί έχουν τη δύναμη, εμείς έχουμε το γούστο. Πειράζ ' ;

Μ.Σ.