Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΟΛΑΣΗ ΜΕ ΘΕΑ


Ντένις Τζόνσον, Δέντρο από καπνό, εκδ. Πατάκη, 2011,

μετάφρ. Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης


Sans rime ni raison, remettre toujours tout en question, douter même en rêve!

Emil Cioran


Πώς μπορεί να είναι μεγάλο ένα μυθιστόρημα σήμερα μετά το τέλος των μεγάλων μυθιστορημάτων, των “μεγάλων αφηγήσεων”; Ακόμη και η τριλογία του Ζούκερμαν του Ροθ, ακόμη και τα βιβλία-ποταμοί του Πίντσον δεν συγκροτούν πειστική απάντηση στο ερώτημα. Κυρίως γιατί δεν θέλουν. Δεν θέλουν να είναι ένα “μεγάλο μυθιστόρημα” αλλά μάλλον το ωραίο σπάραγμα ενός “μεγάλου μυθιστορήματος”.

Αντίθετα ο Ντένις Τζόνσον, το καινούριο enfant terrible της αμερικάνικης λογοτεχνίας (γεννήθηκε το 1949), κατάφερε με το πρόσφατο του βιβλίο, το “Δέντρο από καπνό” (National Book Award 2007) να γράψει ένα ογκώδες -700 σελίδες- σκοτεινό μυθιστόρημα στα ίχνη του Νόρμαν Μέηλερ, αλλά και του Φόκνερ ή του Χέμινγουεϊ επιτυγχάνοντας εντυπωσιακά ζοφερή, “γοτθική” ατμόσφαιρα αλλά και ένα στυλ γραφής τόσο προσωπικό που να εξικνείται από το πιο διάφανο λυρισμό ως την πλέον ασυμβίβαστη, ρεαλιστική περιγραφή. Γόνος της πραγματιστικής, αγγλοσαξονικής παράδοσης ο Τζόνσον καταθέτει το πιο ώριμο κείμενο που γράφτηκε ως σήμερα για το Βιετνάμ, μια εποποιία από την ανάποδη και ένα ρέκβιεμ των ανωνύμων που βουτήχτηκαν μέσα στην τρέλα καθώς η Ιστορία τους ενέπλεξε σ' έναν από τους πιο οδυνηρούς, πρόσφατους παραλογισμούς της. Το “Δέντρο από καπνό” (πρωτότυπος τίτλος “The Smoke Tree) θα μπορούσε να είναι το “Πόλεμος και Ειρήνη” του 21ου αιώνα, όπως έγραψε το Harper's Magazine, αν δεν είχε μεσολαβήσει η εμπειρία του σινεμά για αναγνώστες και συγγραφείς μετά το 1900. Σήμερα η ιδιότητα που μας καθορίζει περισσότερο είναι εκείνη του θεατή και μετά έπονται όλες οι άλλες. Έτσι, διαβάζοντας για τον Γουίλλιαμ Σαντς της CIA και τον συνταγματάρχη θείο του, αμφότερους εμπλεκόμενους στον σχεδιασμό Ψυχολογικών Επιχειρήσεων εναντίον των Βιετκόνγκ, δεν μπορεί παρά να ανακαλέσει την αφασική εικόνα του Μάρλον Μπράντο στο φιλμ “Αποκάλυψη Τώρα”. Ίδιοι στόχοι, διαφορετικά μέσα, παράλληλη παράνοια, ανάλογη παραίσθηση. Συνοπτικά μιλώντας το βιβλίο του Τζόνσον αποτελεί ένα επίτευγμα γραφής κυρίως γιατί καταφέρνει και στην παράδοση της μεγάλης αφήγησης να στοιχηθεί και να προβεί σ' εκείνες τις ρωγμές που επιτρέπουν στην παράδοση να ιδωθεί με σημερινή ματιά. Ο ίδιος συγγραφέας έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου -εθισμός στα ναρκωτικά, πένθος από χαμένους έρωτες, αλκοόλ, αλητεία -καθώς γεννήθηκε στο Μόναχο όταν η Δυτική, ακόμη, Γερμανία ήταν πλήρως ελεγχόμενη από από τις αμερικάνικες βάσεις και μεγάλωσε στο Τόκιο και τη Μανίλα προτού εγκατασταθεί στη Ουάσιγκτον. Άρα περιγράφει πρωτογενείς εμπειρίες έχοντας βιώσει την ιδιαιτερότητα της άπω Ανατολής. Επίσης προσεγγίζει την καυτή πατάτα του Βιετνάμ όχι με το σύνηθες αίσθημα ενοχής των παλαιότερων αλλά μάλλον με την συνείδηση της γενικευμένης παράνοιας η οποία αποτελεί και τη μόνη λογική του μετανεοτερικού κόσμου. Το πιο σπουδαίο, τέλος, χαρακτηριστικό αυτού του εγχειρήματος είναι πως, παρά το “αυθόρμητο” της γραφής που εκ πρώτης όψεως φαίνεται, υπάρχει ενδελεχής έρευνα σε αρχεία και και βιβλιοθήκες ιδρυμάτων ώστε να κατοχυρώνει καλύτερα το κλίμα της εποχής. Αυτό που όμως καθιστά το βιβλίο αυτό αξιανάγνωστο ιδιαίτερα για τον Έλληνα βιβλιόφιλο είναι η υποδειγματική μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη. Νομίζω πως ο γνωστός μεταφραστής-συγγραφέας έχει επιτύχει με το βιβλίο αυτό το πιο εντυπωσιακό μεταφραστικό του κατόρθωμα. Έχοντας ελιχθεί στους σκολιούς δρόμους και τις ατραπούς της εικονοποιίας του Τζόνσον κατάφερε και τον συγγραφέα να μην προδώσει και ένα ισόκυρο κείμενο προς το πρωτότυπο να μας παραδώσει. Διαβάζουμε στη, σημαδιακή, σελίδα 666: “... ο Σκιπ Σαντς στη κρεμάλα. Κι εγώ το ίδιο. Γιατί όχι, που να πάρει και να σηκώσει. Σκέφτεται, είναι ένας χαρωπός καλός άνθρωπος κι ένας δυστυχισμένος άνδρας...”

Ο Μπαμπασάκης προσαρμόζει ευφυώς τη μεταγλώττιση του ανάλογα με τα διαφορετικά ύφη που υιοθετεί ο συγγραφέας στα πολυάριθμα εμβόλιμα κείμενα του (από τον Κάρλος Γουίλλιαμς στον Μάρκο Αυρήλιο και από το Άσμα Ασμάτων στον Αρτό!), πράγμα σαφώς εξαιρετικά δύσκολο και την διανθίζει με λογής λύσεις προσωπικής ευαισθησίας.

Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς την πλημμυρίδα των των μέτριων ή των απροκάλυπτα κακών μεταφράσεων που χορεύουν γύρο μας είτε στη λογοτεχνία ή στο χώρο των δοκιμίων η δουλειά του Ίκαρου έπεσε, κυριολεκτικά, από τον ουρανό σ' αυτό το μυρτώο πέλαγος της ακατανοησίας αλλά και της ανοησίας...


ΥΓ 1. Διαβάσαμε αλλού πρόσφατα “μελαχρινά μαλλιά” και “κόκκινη ώχρα”. Μα το Θεό!

ΥΓ 2. Τα λάθη εκ παραδρομής στο βιβλίο ελάχιστα. Τα περισσότερα και τα πιο ενοχλητικά στα γαλλικά παραθέματα όπως π.χ στη παραπάνω φράση του Cioran όπου διαβάζουμε το ανύπαρκτο “rêvê !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου